Βοτανοθεραπεία και Φάρμακα: ασφάλεια κατά τη χρήση και αλληλεπιδράσεις
Κατ’ αναλογία με τα συμβατικά φάρμακα, τα θεραπευτικά φυτά και τα βότανα περιέχουν ουσίες που αλληλεπιδρούν μέσα στον οργανισμό και μπορούν να επηρεάσουν τις λειτουργίες του. Πολλές ανεπιθύμητες αντιδράσεις συνδέονται επομένως με τη φυτοθεραπεία και γι’ αυτό είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε τι πρέπει να προσέχουμε.
Γενικά οι πιθανότητες ότι ένα θεραπευτικό φυτό μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες είναι πολύ περιορισμένη, αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρέπει να υποτιμούμε τον κίνδυνο.
Αναζητώντας κάποια παραδείγματα, εναλλακτικά θεραπευτικά με αντιπηκτική δράση όπως το σκόρδο (Allium Sativum), το Ginkgo Biloba και το Ginseng αυξάνουν τον κίνδυνο αναστρέψιμων ή μη αιμορραγικών επιπλοκών μέσω αναστολής της συσσώρευσης των αιμοπεταλίων.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό των φυτών με ανθρακινόνη όπως η αλόη, η κασκάρα, ο ράμνος, η σέννα και το ραβέντι. Τα θεραπευτικά φυτά που περιέχουν ανθρακινόνες, ιδιαίτερα αν λαμβάνονται σε αυξημένες δόσεις και για παρατεταμένες περιόδους, μπορούν να προκαλέσουν κοιλιακές κράμπες εξαιτίας των ερεθισμών που επιφέρουν στα τοιχώματα του εντέρου, αλλά κι επίσης διαταραχή στην ισορροπία των ηλεκτρολυτών και νεφρίτιδες από υπερβολική απώλεια υγρών.
Το περγαμόντο, το γκρέιπ φρουτ και άλλα εσπεριδοειδή μπορούν να προκαλέσουν φωτοευαισθησία, ενώ άλλα φυτά ανήκοντα στη συνομοταξία των Compositae (Asteraceae) μπορούν να επιφέρουν αλλεργικές αντιδράσεις αρκετά σοβαρές εξαιτίας και τη παρουσίας l σεσκιτερπενικών λακτονών.
Αρκετά ακόμα φυτά ευρείας χρήσης επιφέρουν τοξικές αντιδράσεις και απαιτείται προσοχή στις ποσότητες που χορηγούνται.
Αλληλεπιδράσεις φαρμάκων, παράγοντες επιπλοκών και μηχανισμοί
Η παρακολούθηση για τυχόν αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε συμβατικά φάρμακα και εναλλακτικές φυτοθεραπείες, ιδιαίτερα σε ασθενείς που λαμβάνουν παράλληλα αγωγές για διαφορετικές παθήσεις και συνήθως στους ηλικιωμένους, αποδεικνύεται θεμελιώδους σημασίας.
Γενικά η αλληλεπίδραση φαρμάκων διαπιστώνεται όταν η (φαρμακολογική ή κλινική) απόκριση στην ταυτόχρονη χορήγηση δύο ή περισσότερων φαρμάκων είναι διαφορετική από την αναμενόμενη, η οποία έχει καταγραφεί όταν τα φάρμακα χορηγούνται ξεχωριστά ή –πιο απλά – η αλληλεπίδραση εντοπίζεται όταν τα αποτελέσματα ενός φαρμάκου επηρεάζονται από την ταυτόχρονη λήψη ενός άλλου.
Ο κίνδυνος αυτών των αλληλεπιδράσεων είναι ασφαλώς ανάλογος του αριθμού των φαρμάκων που χορηγούνται και τα πιο συνηθισμένα παραδείγματα αφορούν τα φάρμακα των οποίων η χρήση είναι πιο συχνή, όπως αυτών για τις καρδιαγγειακές παθήσεις, για το μυοσκελετικό σύστημα, για το νευρολογικό ή φάρμακα χρόνιας χρήσης (αντισυλληπτικά, αντιπηκτικά, αντιφλεγμονώδη παυσίπονα, αντικαταθλιπτικά, αγχολυτικά, αντιλιπιδαιμικά).
Στη βιβλιογραφία έχουν αναφερθεί και καταγραφεί διάφορες αλληλεπιδράσεις, ωστόσο λίγες είναι αυτές που έχουν επαληθευτεί κλινικά. Ανάμεσα σε αυτές, βρίσκονται περιπτώσεις θεραπειών που απευθύνονται σε πολύ συγκεκριμένες παθήσεις. Γενικά, τα άτομα που διατρέχουν το μεγαλύτερο κίνδυνο είναι αυτά που λαμβάνουν αγωγή με φάρμακα αντιπηκτικά, αντιδιαβητικά και γλυκοσίδες δακτυλίτιδας (καρδιακούς γλυκοσίδες)
Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα προς εξέταση είναι το πώς το πώς αλληλεπιδρά με διάφορα φυτοθεραπευτικά το συμβατικό αντιπηκτικό φάρμακο βαρφαρίνη (warfarin). Η παρατήρηση προκύπτει όταν μια αγωγή γίνεται πλέον ρουτίνα, έτσι ώστε να γίνονται άμεσα αντιληπτές οι φαρμακολογικές αλληλεπιδράσεις, που διαφορετικά θα ήταν δύσκολο να εντοπιστούν και να αποδοθούν στα σωστά αίτια. Κι αυτό, γιατί για μια αλληλεπίδραση μεταξύ μιας φαρμακευτικής ουσίας κι ενός φυτοθεραπευτικού, εκτός από την παράλληλη χορήγηση επεμβαίνει και μια σειρά από άλλους παράγοντες:
- Παράγοντες που σχετίζονται με το φυτοθεραπευτικό: Ο τύπος του φυτού, οι ουσίες που περιέχει, το είδος του εκχυλίσματος, το αν υπόκειται σε επεξεργασία, η δόση, ο τρόπος χορήγησής του και η διάρκεια της θεραπείας.
- Παράγοντες που σχετίζονται με τον ασθενή: φύλο, ηλικία, παρουσία συνυπαρχόντων ασθενειών στον οργανισμό, εγκυμοσύνη.
- Επιπρόσθετοι παράγοντες όπως η κατανάλωση αλκοόλ, λήψη άλλων φαρμάκων που δεν έχουν αναφερθεί στο γιατρό κλπ
Ο μηχανισμός στον οποίο βασίζεται η αλληλεπίδραση μπορεί να είναι φαρμακοκινητικού ή φαρμακοδυναμικού τύπου. Οι αλληλεπιδράσεις φαρμακοκινητικού τύπου μπορεί να συμβούν στη φάση της απορρόφησης, κατανομής, μεταβολισμού (βιομετατροπής) και απέκκρισης των φαρμάκων.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος τους οι φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις συνδέονται με τη δυνατότητα κάποιων δραστικών συστατικών του φυτοθεραπευτικού να ενεργήσουν σαν επαγωγείς ή αναστολείς των ενζύμων του μεταβολισμού του φαρμάκου – των ισοενζύμων του κυτοχρώματος P450 – με συνεπαγόμενη τη διαφοροποίηση στη βιοδιαθεσιμότητα πολλών ενώσεων με βιολογική και φαρμακολογική δράση και τελικά την πιθανότητα εμφάνισης ανεπιθύμητων αντιδράσεων.
Το κλασικό παράδειγμα φαρμακευτικού φυτού που είναι σε θέση να προκαλέσει τη σύνθεση των ενζύμων του κυτοχρώματος είναι αυτό του Hypericum Perforatum, ενός φυτού που κατά τη χορήγησή του ως θεραπευτικού μπορεί να παρουσιάσει μια σειρά από πολύπλοκες αντιδράσεις.
Πράγματι, πολλές είναι οι μελέτες που έχουν καταδείξει την ικανότητα αυτού του φυτού, σε χορήγησή του για τουλάχιστον δύο εβδομάδες, να επάγει την ηπατική σύνθεση των ενζύμων της πιο σημαντικής ισομορφής του κυτοχρώματος P450, με βάση τον αριθμό των φαρμάκων που αυτή μεταβολίζει, δηλαδή το CYP3A4.
Η υπερφορίνη (ένα παράγωγοφθορογλυκίνης) παρούσα στη σύσταση του Hypericum είναι υπεύθυνη για αυτήν τη δράση.
Το Allium Sativum αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα θεραπευτικού φυτού ικανού να επάγει την ηπατική σύνθεση του κυτοχρώματος P450.
Στην ενζυμική αναστολή υψώνοντας ένα πραγματικό τείχος στη δράση ενός ενζύμου, έχει ως επακόλουθο τη συγκέντρωση του φαρμάκου και την αύξηση της φαρμακολογικής δράσης.
To πιο καταγεγραμμένο παράδειγμα μας έρχεται από τη δίαιτα με χυμό γκρέιπ φρουτ που μπορεί να καθορίσει , σε περιπτώσεις φαρμάκων με αυξημένο ηπατικό μεταβολισμό – όπως ηκυκλοσπορίνη, φεξοφεναδίνη , διλτιαζέμη- μια αύξηση στη συγκέντρωση του φαρμάκου στο πλάσμα με συνεπακόλουθο την ενίσχυση των φαρμακολογικών επιδράσεων .
Οι φαρμακοδυναμικές αλληλεπιδράσεις από την πλευρά τους συνδέονται με το μηχανισμό δράσης υπεύθυνο για τα βιολογικά αποτελέσματα των φυτικών ουσιών.
Τέτοιες αλληλεπιδράσεις συντελούνται σε στο σημείο δράσης και δεν επιφέρουν φαρμακοκινητικές αλλαγές. Το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης είναι μια αύξηση του φαρμακολογικού αποτελέσματος ενός φαρμάκου ή μια μείωση ή και ολοκληρωτική ακύρωση της δράσης ή της διάρκειας του φαρμακολογικού αποτελέσματος.
Σαν πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, η γλυκόριζα μπορεί να προξενήσει υποκαλιαιμία αν συνδυαστεί με κορτιζονούχα ή με κάποια διουρητικά. Το ginseng, το σκόρδο και το ginkgo μπορούν επίσης να εντείνουν τα αποτελέσματα των αντιπηκτικών και των αντιαιμοπεταλιακών φαρμάκων
Αλληλεπιδράσεις με κλινική καταγραφή
Οι πιο συχνές αλληλεπιδράσεις που συντελούνται στον ανθρώπινο οργανισμό από το συνδυασμό φυτοθεραπευτικών και συμβατικών φαρμάκων αφορούν κυρίως φάρμακα με στενό θεραπευτικό εύρος (πχ καρδιοτωνωτικοί γλυκοσίδες), φάρμακα που η χρήση τους είναι πιο διαδεδομένη είτε πάλι φάρμακα χρόνιας χρήσης. Στη συνέχεια θα δώσουμε παραδείγματα φυτών που μπορεί να αλληλεπιδρούν με αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα.
Αλληλεπιδράσεις με φάρμακα αντιαιμοπεταλιακά
Μερικά φάρμακα από την κατηγορία των αντιαιμοπεταλιακών όπως η βαρφαρίνη μπορούν να αλληλεπιδράσουν με το ginkgo biloba.
To τελευταίο χρησιμοποιείται για αντιμετώπιση ασθενειών όπως το Αλτσχάιμερ, η διαλείπουσα χωλότητα , για τη βελτίωση των λειτουργιών που σχετίζονται με τη μνήμη στις περιπτώσεις εγκεφαλικών αγγειακών ανεπαρκειών και για την καλύτερη περιφερική κυκλοφορία του αίματος . Ανάμεσα στις πολυάριθμες ουσίες που περιέχει το συγκεκριμένο φυτό οι πιο σπουδαίες από φαρμακολογικής άποψης είναι τα φλαβονοειδή και οι τριτερπενικές λακτόνες (γκινγκολίδη και μπιλομπαλίδη). Εξαιτίας της γκινγκολίδης , το Ginkgo biloba είναι σε θέση να ελαττώσει τη συγκέντρωση των αιμοπεταλίων.
Στη βιβλιογραφία έχουν επισημανθεί ποικίλες περιπτώσεις αιμορραγίας που προκαλείται από την αλληλεπίδραση του φυτού με φάρμακα που αναστέλλουν τη συγκέντρωση των αιμοπεταλίων.
Σε ένα case report που αναφερόταν σε εβδομηντάχρονο ασθενή που ήδη ακολουθούσε θεραπεία με ακετυλοσαλικυλικό οξύ, καταγραφόταν αιμορραγία άμεση κάθε φορά που γινόταν κατά το ίδιο διάστημα λήψη του ginkgo biloba.
Σε ένα άλλο περιστατικό καταγράφεται εγκεφαλική αιμορραγία που απέβη μοιραία για 71χρονο ασθενή που υπόκειτο σε ταυτόχρονη θεραπεία με ginkgo και με Ιβουπροφένη.
Eν τέλει, έχουν σημειωθεί περιπτώσεις υποσκληριδίου αιματώματος, υπαραχνοειδούς αιμορραγίας και άμεσης/αυτόματης αιμορραγίας της ίριδας σε ασθενείς ήδη σε θεραπεία με ακετυλοσαλικυλικό οξύ ή εργοταμίνη, που υποβάλλονται σε παράλληλη χορήγηση ginkgo biloba.
Σε μια πιο ακραία κλινική περίπτωση το ginkgo biloba υπήρξε αιτία εγκεφαλικής αιμορραγίας σε μια ασθενή σε χρόνια (τουλάχιστον πενταετή) θεραπεία με βαρφαρίνη. Σε αυτήν την περίπτωση, η αλληλεπίδραση φαίνεται να έχει μια βάση περισσότερο φαρμακοδυναμική, παρά φαρμακοκινητική. Πράγματι, τα εκχυλίσματα ginkgo biloba είναι σε θέση να αναστείλουν το μικροσωμιακό μεταβολισμό εξαιτίας της δράσης των ισοενζύμων CPY2C9 και CYP3A4 του κυτοχρώματος P450.
Στη βάση αυτών των στοιχείων προκύπτει ότι η χρήση του ginkgo παράλληλα με αντιπηκτικά φάρμακα ή ουσίες που αναστέλλουν τη συγκέντρωση των αιμοπεταλίων αντενδείκνυται.
Επίσης, παρασκευές με βάση του σκόρδο πρέπει να λαμβάνονται με προσοχή στο συνδυασμό τους με αντιπηκτικά. Το σκόρδο (Allium Sativum) περιέχει διάφορα φαρμακολογικά συστατικά που μπορούν να αποδειχθούν ευεργετικά για το καρδιαγγειακό σύστημα και για την πρόληψη της αθηροσκληρυνσης.
Συγκεκριμένα, μπορεί να χαμηλώσει τα επίπεδα της χοληστερόλης και των λιπιδίων του αίματος. Μειώνοντας την παραγωγή της θρομβοξάνης B2, το σκόρδο μπορεί να τονώσει τη θρομβολυτική δράση και ως αποτέλεσμα να λειτουργήσει ως αντιαιμοπεταλιακό. Στον άνθρωπο αυτή η ιδιότητα του σκόρδου έχει δοκιμαστεί και διαπιστωθεί σε περιπτώσεις μετεγχειρητικής αιμορραγίας και επισκληριδίου αιματώματος του νωτιαίου μυελού. Επιπλέον και η αλόη έχει καταχωρηθεί ως φυτό με αντίστοιχη ιδιότητα να αναστέλλει τη συγκέντρωση των αιμοπεταλίων, οπότε η λήψη της πρέπει να διακόπτεται το διάστημα πριν από μία χειρουργική επέμβαση.
Δε συνιστάται επίσης η χρήση ginseng σε συνδυασμό με αντιπηκτικά και με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (ΜΣΑΦ) όπως η δικλοφενάκη ή η ιβουπροφένη.
Πράγματι τα γκινσενοειδή εμποδίζουν τη συγκέντρωση των αιμοπεταλίων και το σχηματισμό της θρομβοξάνης.
Συμπεράσματα
Οι αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε φυτά και φάρμακα είναι σε πολλές περιπτώσεις δύσκολο να προβλεφθούν και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υποτιμώνται. Ακόμα κι αν κλινικά οι παρενέργειες από τη λήψη φυτοθεραπευτικών έχουν αποδειχθεί ήπιες, τουλάχιστον σε σχέση με ό,τι πιστεύαμε ένα – δυο χρόνια πριν, δε σημαίνει ότι πρέπει να αγνοούμε τους κινδύνους.
Επομένως, όλοι οι επιστήμονες που ασχολούνται και εφαρμόζουν τις εναλλακτικές θεραπείες πρέπει να αποδίδουν τη δέουσα προσοχή στα φάρμακα που συνολικά λαμβάνει ο ασθενής και να εξετάζουν τα όρια μέσα στα οποία μπορούν να κινηθούν με παράλληλες θεραπείες, επιλέγοντας τα φυτά, αλλά και τα φάρμακα που τα αποτελέσματά τους είναι πιο γνωστά μέσα από την έρευνα κι επομένως πιο ασφαλή και αξιόπιστα.
Επιπροσθέτως, απαραίτητη σε ιατρούς και φαρμακοποιούς που ασχολούνται με τη φυτοθεραπεία είναι η συνεχής ενημέρωση και η εμβάθυνση στο αντικείμενο, προκειμένου να γίνεται πάντα η σωστή χρήση του κατάλληλου παρασκευάσματος και να αποφεύγονται επικίνδυνες αλληλεπιδράσεις και ανεπιθύμητες αντιδράσεις του οργανισμού.
Πηγή: Περιοδικό Farmacia News
Μετάφραση: Ν. Βλασσόπουλος, Πρόεδρος Φ.Ε.Ε.