Από Χριστίνα Φλόκα (Μέλος του Δ.Σ. της Φ.Ε.Ε.)
Θέμα: Η συμβολή της Μικρασιάτισσας στην κοινωνία, στην οικονομία, στον πολιτισμό.
Τον Σεπτέμβριο του 2022 συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή.
Στο ερώτημα προς τι η αναφορά στη Μικρασιάτισσα υπάρχουν διάφορες απαντήσεις:πρώτα-πρώτα η απόδοση τιμής στις γυναίκες αυτές που γνώρισαν, μαζί με τους άνδρες και τα παιδιά, τη μεγαλύτερη καταστροφή στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, διώχθηκαν, κακοποιήθηκαν, κρίθηκαν ανεπιθύμητες από τους Ελλαδίτες αλλά δεν λύγισαν. Στην απαξιώτική προσφώνηση ”προσφυγίνα” απάντησαν με την υπομονή και την καρτερία μυρμηγκιού και ξανάστησαν το σπιτικό τους στη νέα τους πατρίδα, δίδαξαν πολιτισμό και σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, κράτησαν τα ήθη και τις παραδόσεις τους. Ένας άλλος λόγος είναι πως οι γυναίκες αυτές επιβιώσανε χάρις σε μια μνήμη ”επιλεκτική” σβύνοντας ό,τι δεν τους εξυπηρετούσε, για να επιβιώσουν. Λένε πως η μνήμη είναι το μόνο που αξίζει, είναι πιο ισχυρή από την ύλη, πως τη μνήμη τη στηρίζει η ζωή και την ξυπνά το χρέος. Δεν αφέθηκαν σε πικρούς λογισμούς όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Δάντης στη Θεία Κωμωδία:non c’è più dolore di ricordarsi I giorni felice nella miseria-δεν υπάρχει πιο οδυνηρό από τη θύμηση των ευτυχισμένων ημερών τον καιρό της δυστυχίας. Αυτό το χρέος σήμερα προσπαθούμε να ξεπληρώσουμε επειδή υπάρχει ένα ηθικό νόημα σε όλα αυτά το οποίο δεν μπορούμε να παραβλέψουμε. Η καλλιέργεια της ιστορικής μνήμης και συνείδησης δεν είναι απλώς μια υποχρέωση αλλά αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των ανθρώπων ενός έθνους που ταξιδεύει στους ωκεανούς του σύγχρονου κόσμου.
Θα ήθελα να πω δυο λόγια για τη Μ. Ασία για να εντάξουμε στον χώρο και στον χρόνο τη Μικρασιάτισσα. Η Μ. Ασία ονομάστηκε έτσι από τον Παύλο Οράσιο το 400 μ.Χ., ονομάζεται και Ανατολία ή Ασιατική Τουρκία. Πρόκειται για Χερσόνησο, τη δυτικότερη προεξοχή της Ασίας, η οποία ορίζεται από τη Μαύρη Θάλασσα ή Εύξεινο Πόντο στα βόρεια, τη Μεσόγειο στα νότια και το Αιγαίο Πέλαγος στα δυτικά. Υπήρξε λίκνο του πολιτισμού για χιλιάδες χρόνια.
Τα πρώτα μακρινά ταξίδια των Ελλήνων συγκρότησαν τον θρύλο της Αργοναυτικής Εκστρατείας. Τα μυκηναïκά ευρήματα ατη Μαύρη Θάλασσα, αν και λιγοστά, ενισχύουν την άποψη πως το πρώτο πλοίο που διάβηκε τον Βόσπορο [βοός πόρος] ήταν η πενηντάκωπη Αργώ [1280 με 1260 π.Χ.].Όλοι οι θαλασσινοί λαοί της Μεσογείου γνώριζαν την πλούσια σε μεταλλεύματα Κολχίδα και οι Κόλχες είχαν αναπτύξει έναν θαυμαστό πολιτισμό βασισμένο στη μεταλλοτεχνία. Οι πρώτοι που επεκτάθηκαν στη βορειοδυτική Μ. Ασία τον 8ο αιώνα π.Χ. ήταν Αιολείς από τη Λέσβο. Ακολούθησαν οι Ίωνες και ύστερα οι Δωριείς. Ειδικά η δωρική αποικία των Μεγαρέων έγινε η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έως το 1453 και στη συνέχεια η πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως το 1923.
Οι άποικοι ονόμασαν την Προποντίδα θάλασσα του Μαρμαρά επειδή υπήρχαν λατομεία μαρμάρου στην Προκόννησο.
Πώς ήταν αλήθεια η ζωή της Μικρασιάτισσας πριν από την καταστροφή, όταν αυτή συνέβη και μετά, στη μητέρα Ελλάδα;
Δεν κατάγομαι από Μικρασιάτες, όμως η γενέθλια πόλη Θεσσαλονίκη, η πρωτεύουσα των προσφύγων όπως την αποκαλεί ο Γιώργος Ιωάννου, είχε στο γύρω της πολλούς προσφυγικούς συνοικισμούς:Αρετσού, Καλαμαριά, Τούμπα, Νέα Κρήνη, Τριανδρία, Σαράντα Εκκλησιές, Άγιος Παύλος, Συκιές, Νέα Βάρνα, Νεάπολη, Σταυρούπολη, Πολίχνη, Νέα Ευκαρπία, Επτάλοφος, Νέα Μαινεμένη, Αμπελόκηποι, Νέο Κορδελιό, Ξηροκρήνη, Νέα Μαγνησία. Έτσι είχα την ευκαιρία να συναναστραφώ φίλους και συμφοιτητές, εγγόνια προσφύγων πρώτης γενιάς και να ακούσω πολλές ιστορίες αυτών των γυναικών. Πώς ήταν η ζωή τους στις προγονικές εστίες, τι βίωσαν με τον ξεριζωμό, πώς ρίζωσαν στις νέες πατρίδες ενώ κουβαλούσαν μέσα τους την πρώτη και πολυαγαπημένη. Έμαθα από πρώτο χέρι ότι η Προποντίδα ή Μαρμαράς, ο προθάλαμος του Πόντου με τις δεκάδες ελληνικές πόλεις, τον ναυτόκοσμο και τον αγροτικό πληθυσμό στήριξαν τον ελληνισμό σε όλη τη διάρκεια της μακρόχρονης ζωής του. Ο όρος Πόντος, αν και ιστορικά είναι αρκετά αυθαίρετος, πολιτιστικά είναι ο πιο κατάλληλος. Περιγράφει τις συμπαγείς ομάδες των Ελλήνων και των Ελληνίδων καθώς και των εξελληνισμένων ορθοδόξων που διατήρησαν την ελληνικότητα με απαράμιλλη επιμονή και διαμόρφωσαν ένα συντηρητικό πολιτισμό σε μια μητριαρχική κοινωνία, προσκολλημένο στις αρχαίες και στις βυζαντινές παραδόσεις. Τα στηρίγματά τους, στην πάλη με την άγονη φύση, αντάμα γυναίκες και άνδρες , ήταν ανέκαθεν οι εσωτερικές δυνάμεις τις οποίες καλλιεργούν η μοναξιά και η ανάγκη της επιβίωσης.
Ως πηγές για τα κείμενά μου ήμουν επιφυλακτική με τις ιστορικές. Θα αναφέρω δύο παραδείγματα που δικαιολογούν αυτή την άποψη:
Γράφει ο Γ.Μαυρογορδάτος σε άρθρο του όπου ο Ελευθέριος Βενιζέλος απευθύνεται στην Πηνελόπη Δέλτα:Ναι, ο κοσμάκης στον δρόμο. Και είχα πάγει στη Λωζάνη[4-2-1923] ξέρετε με κάποια ανησυχία γιατί είχα περάσει από όλα αυτά τα μέρη, όπου οι δικοί μας δεν είχαν αφήσει πέτρα επί πέτρας στην υποχώρηση,
θυμάστε…τη φοβερή εκείνη υποχώρηση, όπου φεύγοντας κατέστρεψαν τα πάντα…Αφήστε τα.
Ο Σαράντης Ι.Καργάκος στο βιβλίο του ”Η Μικρασιατική Καταστροφή”αναφέρει:
Ολόκληρος ο Μουσουλμανικός πληθυσμός, ανάμεσα στον οποίο περνούσαν οι Έλληνες κατά την υποχώρηση ήταν εχθρικός και καλά εξοπλισμένος. Φαίνεται απίθανο να βρήκαν οι Έλληνες καιρό για να διαπράξουν φοβερές σφαγές και να κακοποιήσουν γυναίκες.
Πού είναι η αλήθεια;
Προτίμησα κυρίως τα λογοτεχνικά κείμενα επειδή[Αντόνιο Ταμπούκι] η λογοτεχνία φυτρώνει εκεί που δεν την σπέρνουν, σε μέρη όπου οι ιστορικοί αγνοούν συνήθως.
Στο τρίτο έτος της φοίτησής μου στο Α.Π.Θ.είχα την καλοτυχία να δεχτώ από τον συμφοιτητή μου Γιώργο Ξανθόπουλο, παιδί προσφύγων από την Κατερίνη, το βιβλίο του Στάθη Ευσταθιάδη ”Τα Τραγούδια του Ποντιακού Λαού” από όπου άντλησα πολλές πληροφορίες. Υπήρξε πολύτιμο βοήθημα επειδή όπως αναφέρει ο Όμηρος στο Τ της Ιλιάδος, όταν στέλνει την Ηώ-την λένε και Αυγούλα-αδελφή του ΄Ηλιου και της Σελήνης, από τα βαθιά ρέματα του Ωκεανού να φέρει το φως σε θνητούς και αθανάτους, η ζωή με τραγούδια εξημερώνεται. Και επειδή όπως γράφει ο Ν.Πολίτης: εις τα τραγούδια και τας παραδόσεις ο εθνικός χαρακτήρ αποτυπώνεται ακραιφνής και ακίβδηλος.
Αυτόν τον χαρακτήρα της Μικρασιάτισσας τον διαμόρφωσαν, πριν από την καταστροφή, διάφοροι παράγοντες:το κλίμα και γενικότερα η φύση, η κοινωνική δομή, η οικονομική κατάσταση, το πολιτισμικό επίπεδο,η εκπαίδευση..
Θα σταθώ στην εκπαίδευση επειδή αυτή παίζει καθοριστικό ρόλο.Ενώ η Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και το φιλολογικό Γυμνάσιο είχαν ως αποστολή την εκπαίδευση των αγοριών, τον 19ο αιώνα έγιναν δειλά τα πρώτα βήματα των γυναικών στην εκπαίδευση με αποτέλεσμα να γεμίσει η Μ. Ασία Παρθεναγωγεία, ιδιωτικά και δημόσια. Έτσι, στις αρχές του 20ου αιώνα σχεδόν όλα τα κορίτσια μάθαιναν γράμματα. Η 1η Σχολή Θηλέων λειτούργησε στον περίβολο του Γραικικού Νοσοκομείου[Σμύρνη] το 1830. Υπήρχε Δημοτικό, Γυμνάσιο και μία επί πλέον τάξη για δασκάλες. Μάθαιναν την ελληνική γλώσσα, κοπτική, ραπτική, κέντημα , μαγείρεμα και αποκτούσαν γνώσεις σχετικά με την αγωγή των παιδιών. Διανοούμενοι από την Αθήνα μετά τη διάλυδη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ταξίδεψαν στα βάθη της Μ.Ασίας για να διδάξουν στις κοινότητες τις ελληνικές τους ρίζες. Ακόμη και το πιο μικρό χωριό είχε σχολείο.
Η κοινωνική ζωή διέφερε. Στον Πόντο ήταν αυστηρή, στη Σμύρνη ήταν αυτό που λέμε χαρισάμενη, ακόμη και οι φτωχοί περνούσαν καλά. Στα σπίτια των εύπορων Ελλήνων στον Φραγκομαχαλά δίνονταν χοροεσπερίδες, σπιθοβολούσαν τα διαμάντια και τα χρυσαφικά στα χέρια των γυναικών. Οι Σμυρνιές δεν πήγαιναν στην αγορά να ψωνίσουν φαγώσιμα. Ιδιαίτερα οι καλοστεκούμενες πηγαίνανε στον Φραγκομαχαλά, θαυμάζανε τις βιτρίνες και ύστερα έμπαιναν μέσα.
Υπάρχει η αναφορά της Μαρίας Ιορδανίδου για τα Ταταύλα, καθαρά ρωμέικη συνοικία της Πόλης. Στο μυθιστόρημά της ”Λωξάντρα”γράφει:Τα Ταταύλα δεν είχαν συγκοινωνία , είχαν όμως τις σέντιες που τις μεταχειρίζονταν όταν γίνονταν ο χορός της Φιλοπτώχου στη Λέσχη ή σε περίπτωση αρρώστιας.
Οι σέντιες ήταν καθιστά, κλειστά φορεία, με παράθυρα, ταπετσαρισμένες με ροζ και θαλασσί ατλάζι και τοποθετημένες πάνω σε δυο δοκάρια. Ένας βαστάζος από μπρος και ένας από πίσω σήκωναν τη σέντια και η ωραία που πήγαινε στον χορό χαιρετούσε δεξιά-ζερβά.
Το ντύσιμο των γυναικών ενώ μέχρι τον 18ο αιώνα ήταν επηρεασμένο από τη νησιώτικη ενδυμασία, οι εύπορες Σμυρνιές προμηθεύονταν αργότερα τα φορέματά τους από το Παρίσι.
Οι Πόντιες προμηθεύονταν τα κασμίρια για τις φορεσιές τους από την Ταυρίδα. Όσο για τα ”κορτσόπα”της Τραπεζούντας έφτιαχναν τα προικιά τους και αγόραζαν τα χρυσαφικά τους σπάζοντας και ξεφλουδίζοντας φουντούκια, προïόν εξαγωγής στη Μασαλία. Από τον Σύλλογο προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής του Σίμωνος Καρά κυκλοφορεί ένας δίσκος βινυλίου με τραγούδια της Κωνσταντινουπόλεως και της Προποντίδος. Σας διαβάζω ένα. Τη χορωδία συνοδεύει βιολί, κανονάκι, κλαρίνο και λαούτο.
”αυτά τα μαύρα που φορείς δεν τα φορείς για λύπη
μον’ τα φορείς για ομορφιά και για ζαριφηλίκι”.
Ακούγοντας τους στίχους εννοούμε τον προπομπό της σημερινής εποχής του total black look και του LBD που λάνσαρε η Κοκό Σανέλ. Η γυναίκα του τραγουδιού δείχνει απελευθερωμένη,καταργεί τα στερεότυπα όπου το μαύρο είναι δηλωτικό του πένθους. ΄Οσο για το ”ζαριφηλίκι”που σημαίνει αρχοντιά προέρχεται από το όνομα Γεώργιος Ζαρίφης [1806-1884]. Πρόκειται για μια ξεχωριστή προσωπικότητα με καταγωγή από την Προκόννησο. Υπήρξε χρηματιστής, σύμβουλος στο Ντολμά Μπαχτσέ, ίδρυσε τα Ζαρίφεια Διδασκαλεία όπου φοίτησε ο Κώστας Βάρναλης, έχτισε και ανακαίνισε νοσοκομεία και εκκλησίες. Αξίζει να πούμε ότι το μαύρο της όμορφης Πολίτισσας συμβάλλει έμμεσα στην οικονομία αφού η μαύρη βαφή, ως η πλέον ακριβή, έχει μεγάλη προστιθέμενη αξία.
Αλλά υπάρχει και η ανδρική παρέμβαση στο γυναικείο ντύσιμο. Σε ένα τραγούδι πάλι της Πόλης που τραγουδιέται παραλλαγμένο στην Ανατολική Θράκη λέει ο άνδρας:
”αυτά τα μαύρα που φορείς Ελένη εγώ θα σου τα βγάλω
θα σε φορέσω κόκκινα και θα σε πάρω”
Η θέση της γυναίκας παρουσιάζεται με τρόπο γλαφυρό στα Δημοτικά Τραγούδια τα οποία περιέχουν υψηλές αξίες και βαθιά νοήματα:Της Τρίχας το γεφύρι, ανάλογο με το γεφύρι της Άρτας, όπου η ”καταραμένη”, η μικρότερη από τις τρεις αδελφές θυσιάζεται στα θεμέλιά του. Στη γυναίκα του Μοναχογιού διαβάζουμε έναν ειδωλολατρικό θρύλο που συμβολίζει μια βαθύτερη πίστη στα φωτεινά ιδεώδη της ζωής. Εδώ η γενναία Ποντιοπούλα συγκρούεται με την υπάρχουσα τάξη των πραγμάτων και βοηθά το αγαθό πνεύμα να νικήσει το φθοροποιό. Δείχνει πως η γυναίκα έχει δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνική ζωή ανάλογα με την αξιοσύνη και τον δυναμισμό της.
Στο μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη ”Στου Χατζηφράγκου”, μια τοιχογραφία της Σμύρνης, η κυρά-Βασιλική αρνείται να ξαναφτιάξει τη ζωή της επειδή-όπως λέει-μια τίμια γυναίκα έναν άνδρα ξέρει στη ζωή της και με μεγαλείο ψυχής ανατρέφει στοργικά τα παιδιά της γυναίκας που τα εγκατέλειψε επειδή ξελογιάστηκε με τον άνδρα της.
Στην Τέχνη αναφέρονται πολλές γυναίκες που έγραψαν για τους πρόσφυγες με πρώτη την Τατιάνα Σταύρου. Εμβληματικές φυσιογνωμίες η Διδώ Σωτηρίου από το Αïδίνι, η Μικρασιάτισσα που αφηγήθηκε τα δεινά του Ελληνισμού, η πολυδιαβασμένη Μαρία Ιορδανίδου από την Πόλη, η Σμυρνιά Φιλιώ Χαïδεμένου που ίδρυσε το Μουσείο του Μικρασιατικού Ελληνισμού στη Νέα Φιλαδέλφεια. Ο Είναι γνωστές οι ηθοποιοί Μαρίκα Κοτοπούλη, η Κυβέλη, η Ελένη Χαλκούση.
Ήμουν έφηβη όταν την άκουσα σε μια ραδιοφωνική εκπομπή:σαν πεθάνω θέλω να με τυλίξετε σε ένα μαλακούτσικο σεντονάκι. Τρόμαξα με τη μεταφυσική της επιθυμία.
Αναφορά στον πολιτισμό δεν νοείται χωρίς τη συμβολή της μικρασιατικής σπιτικής κουζίνας, μιας κουζίνας πληθωρικής και γαλαντόμας, ασυγκράτητης και ευρηματικής. Ιδιαίτερα η κουζίνα της Πόλης αγγίζει τον μύθο στις μνήμες όλων εκείνων που τη δοκίμασαν κάποια στιγμή. Είναι η κουζίνα που συνδύασε την ανατολίτικη κουζίνα με την αστική ευρωπαïκή και της έδωσε ψυχή. Σπάνια οι Μικρασιάτισσες αγόραζαν έτοιμα φαγητά και γλυκά. Τα έφτιαχναν στο σπίτι. Κυρίαρχη θέση είχαν τα μπαχαρικά. Μπακλαβάδες, εκμέκ, κρέμες, γλυκά του κουταλιού, κεφτέδες, γεμιστά, ψάρια από τον Βόσπορο, τουρσιά, παστά, παστουρμάδες και σουτζούκια στο τραπέζι δήλωναν την αφθονία και την οικονομική ευρωστία.
Στο τέλος του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου, περίπου το 1915, οι Έλληνες του Πόντου υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν 1013 χωριά, 41 κωμοπόλεις και 11 αστικά κέντρα. Οι χάρτες ”άδειασαν”.Τότε άρχισαν οι μεγάλες γεωπολιτικές ανακατατάξεις που άλλαξαν τη μορφή της Ανατολικής Ευρώπης και της Δυτικής Ασίας. Οι πρόσφυγες μετέφεραν στην Ελλλάδα όσα ιερά κειμήλια ναών και μονών των τόπων τους που μπόρεσαν να περισώσουν. Πολλά από αυτά φυλάγονται στο Μουσείο Μπενάκη.
Πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξε ο αφανισμός του ελληνικού στρατού λίγο πριν μπει στην Άγκυρα. Μετά την υποχώρηση του 1922 Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ. Ύστερα από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης 300 εκατομμύρια των Ελλλήνων που ζούσαν στα μαυροθαλασσίτικα παράλια και 1 εκατομμύριο στα ενδότερα υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα οθωμανικά εδάφη. Έγινε ανταλλαγή πληθυσμών με κριτήριο το θρήσκευμα. Το μέγεθος της καταστροφής έγινε αντιληπτό στην Παλαιά Ελλάδα όταν ατελείωτες φάλαγγες προσφύγων άρχισαν να κατακλύζουν τον Πειραιά. Ως καταφύγιο είχαν τα εγκαταλειμμένα πλοία.
Τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1922 κανένας δεν σκέφτηκε τους εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες της Ιωνίας. Αντίθετα, η κυβέρνηση των Αθηνών σε συνεργασία με τον αρμοστή της Σμύρνης Αριστείδη Στεργιάδη δεν επέτρεπαν στους Έλληνες την έξοδο. Λέγεται πως ο Στεργιάδης είπε στον Γ. Παπανδρέου:
”Καλύτερα να μείνουν εδώ και να τους σφάξει ο Κεμάλ παρά να πάνε στην Ελλάδα και να ανατρέψουν τα πάντα”.Αυτό, επειδή οι πρόσφυγες θεωρούνταν Βενιζελικοί και επί πλέον πίστευαν στον θεσμό της αυτοδιάθεσης. Ο Στεργιάδης αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία όπου και πέθανε.
Στο μυθιστόρημά της ”Σαν τα τρελά πουλιά” η Μαρία Ιορδανίδου γράφει για τους πρόσφυγες.Σίγουρα, η σπουδαία και μορφωμένη Πολίτισσα θα γνώριζε τους στίχους του Δάντη από τη Θεία Κωμωδία[ Παράδεισος, μτφρ. Ν. Καζαντζάκης]: Θ’ αφήσεις εδώ ό,τι αγαπάς και πιο πολύ, κι η πρώτη αυτή θα είναι η σαγίτα που της ξοριάς [εξορίας] μας ρίχνει το δοξάρι. Θα δοκιμάσεις τι αρμυρό το ξένο ψωμί και πόσο αβάσταχτη ‘ναι η στράτα ν΄ανεβοκατεβαίνεις ξένες σκάλες.
Διαβάζω από τα ”Τρελά πουλιά”:
”Η Σμύρνη στις φλογες. Κακό χρόνο νάχουνε οι αδικιωρισμένοι. Σαν τα τρελά πουλιά τον κάνανε τον κόσμο ολάκερο” λέει η κυρία Κλειώ, η μητέρα της ηρωίδας, της Άννας. Η Άννα πάει στα Προσφυγικά να βρει βοηθό για το σπίτι.
”Στη λεωφόρο Αλεξάνδρας,πέρα από τις φυλακές Αβέρωφ, άρχιζαν τα Προσφυγικά, όπου εξακολουθούσαν να στήνονται παράγκες και από τις δύο πλευρές. Τα 5-6 τετραγωνικά μέτρα για την κάθε παράγκα σαν πέφτανε στα χέρια της προσφυγικής οικογένειας γίνονταν μία μικρή κατοικία με μικροσκοπικό υπόγειο, ισόγειο, δεύτερο πάτωμα και δώμα. Και μάνι-μάνι φυτεύονταν αναρριχητικά φυτά όλων των ειδών. Αριστούργημα ήταν αυτοί οι Προσφυγικοί συνοικισμοί. Οι πιο πολλές παράγκες βαμμένες διάφορα χρώματα, τα δρομάκια ανάμεσά τους θεοκάθαρα, πουθενά τρεχούμενα νερά, πουθενά σκουπίδια. Μέσα σε πολλές παράγκες έχουν στηθεί μικροί, πρόχειροι αργαλειοί όπου υφαίνονται κουρελούδες. Άλλες γυναίκες κεντούν αριστουργήματα, άλλες πλέκουν, άλλες ράβουν. Άλλες λείπουν στα μεροκάματα. Γέμισε η Αθήνα πλύστρες, καθαρίστριες. Γιατί τις μάχονται οι ντόπιοι; Φταίνε εκείνες που καταστράφηκαν, που βρεθήκανε στο δρόμο και τώρα πρέπει να ξενοδουλέψουν για να ζήσουν;
Οι άνδρες ξυλουργοί, ταπητουργοί, εργάτες γης. Σαν ήρθαν στη Μακεδονία έκαναν τον κάμπο της να πρασινίσει και να καρπίσει. Το προσφυγικό σουβλάκι με τζατζίκι και ντομάτα,οι τυρόπιτες και οι μπουγάτσες του Μερακλή ”δρόσισαν”
την ψυχή των Αθηναίων που ήταν μαθημένοι στο κουλούρι με το τυρί”.
Ο Γιώργος Ιωάννου γράφει στο διήγημα ”Η παρέλαση των προσφύγων”.
”Στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, ιδίως στην πυρίκαυστο, έχουμε τους διάφορους αστούς:Σμυρνιούς, Κωνσταντινουπολίτες, Ανδριανουπολίτες και Ραιδεστιανούς με κατάδηλα τα ίχνη του εξευγενισμού και της λεπτόπτητας. Μόλις συνήρθαν όλοι αυτοί, ακόμη από τότε που κατοικούσαν στις εκκλησιές και στα σχολεία, άρχισαν τα τραγούδια, τα γλέντια, τα καρναβάλια. Οι γυναίκες τους, με την εξυπνάδα και τη γλυκιά περίτεχνη γλώσσα που τις διέκρινε, τάραξαν τους πάντες με τα παινέματα, τις καυχησιές και τα σαλονίσια φερσίματα, διασκορπίζοντας κάπως την απελπιστική φτώχεια και τη μαυρίλα που περιτύλιγε τη ζωή τους.
Πολλές φορές συλλογίζομαι τη Μικρασιάτισσα εκείνη, η οποία έντρομη, μέσα στη φρίκη του διωγμού και της σφαγής, κοιτάζοντας το ρημαγμένο σπίτι της μονολόγησε:
”Χαρά στο διαβατάρικο χωρίς φωλιά πουλάκι
δεν έχτισε, δεν γκρέμισε, δεν πόνεσε η καρδιά του”.
Η καρδιά πόνεσε, ράγισε, αλλά δεν έσπασε.
Συλλογίζομαι τις γυναίκες που αναφέρει ο Γ. Σεφέρης, πρόσφυγας κι αυτός[Μυθιστόρημα, Αργοναύτες]
”Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς
κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά
κι άλλες αγριεμένες γύρευαν τον Μεγαλέξαντρο
και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας”.
Τον Οκτώβριο του 1992 η Πολιτιστική Εταιρεία Πανόραμα, ψυχή της οποίας είναι η Μαριάννα Κορομηλά,οργάνωσε μία Έκθεση στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης με θέμα τη Μαύρη Θάλασσα. Επειδή συμμετείχα στο στήσιμο αυτής της Έκθεσης γνώρισα πολλές Μικρασιάτισσες με το αυστηρό προφίλ και τα χαλκαδιασμένα μάτια. Το τελευταίο Σαββατοκύριακο έγινε λαïκό προσκύνημα. Και δεν ήταν μόνον οι Πρόσφυγες που αγκάλιασαν την Έκθεση. Όλη η Θεσσαλονίκη ένιωσε πως την αφορούσε το θέμα. Δύο-τρεις ώρες έμενε ο κόσμος στον χώρο. Γέροντες έφεραν τα εγγόνια τους και παιδιά ή εγγόνια έφεραν τους πατεράδες ή τους παπούδες τους. Πολλοί ήρθαν ξανά και ξανά, άλλοι κρατούσαν σημειώσεις, άλλοι έφερναν κειμήλια και καταχωνιασμένες εικόνες των ”κλωστών”, των κρυπτοχριστιανών, για να μείνουν κάπου, άλλοι έφεραν τους κεμεντζέδες[ποντιακή λύρα] και έπαιζαν μπροστά στις φωτογραφίες της Παναγίας Σουμελά, άλλοι εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους γιατί είχε αναφερθεί το πιο ταπεινωμένο τμήμα του ποντιακού κόσμου, η τουρκόφωνη Ρωμιοσύνη.
Στον ”Τελευταίο Σταθμό ο Γ.Σεφέρης στιχουργεί:
”όμως τη σκέψη του πρόσφυγα, τη σκέψη του αιχμάλωτου
τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
προσπάθησε να την αλλάξεις, δεν μπορείς”.
Η σκέψη είναι γοργό πουλί και πετάει, ίσως δεν θα μάθουμε αν άλλαξε στη Μικρασιάτισσα, εκείνο που ξέρουμε ότι με τα έργα της απέδειξε πως κι αν ακόμη τα πάθια του κόσμου δεν τελειώνουν, κάποτε ξεπερνιούνται και πως η ζωή νικάει τον θάνατο, το φως νικάει το σκοτάδι, το αγαθοποιό πνεύμα επιβάλλεται στο φθοροποιό.
Μια σκέψη συμπόνιας για όσους δοκιμάζονται. Και οι στίχοι του Οδυσσέα Ιωάννου αφιερωμένοι στον λαό της Ουκρανίας που μάχεται για την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του.
”Όλος ο κόσμος να γυρίσει
δεν έχεις άλλη επιλογή
είσαι το πρόβλημα κι η λύση
και το μαχαίρι κι η πληγή
Χριστίνα Φλόκα-Βογιατζή
Βιβλιογραφία
1.Μαριάννα Κορομηλά,Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα, Πανόραμα,Αθήνα 1991
2.Μαριάννα Κορομηλά, Η Μαρία των Μογγόλων, Πατάκης, Αθήνα, 2008
3.Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα, 2004
4.Ν.Παπαδάκης[Παπαδός], Ελευθέριος Βενιζέλος, ο άνθρωπος, ο ηγέτης, Καθημερινή, Αθήνα 2020
5.Στάθη Ι. Ευσταθιάδη, Τα Τραγούδια του Ποντιακού Λαού, Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη,1992
6.Τζάιλς Μίλτον, Χαμένος Παράδεισος, Σμύρνη 1922, Τόμοι Α’, Β’, Αθήνα 2022
7.Μαρίας Ιορδανίδου, Σαν τα τρελά πουλιά, Εστία, Αθήνα, 1978
8.Μαρίας Ιορδανίδου, Λωξάντρα, Εστία, Αθήνα, 1963
9.Χριστίνα Γ. Φλόκα, Εγώ, Ο Αμάραντος, Νησίδες, Σκόπελος, 2003
10.Οδυσσέας Ιωάννου, Θες έναν κόσμο πιο μεγάλο, δίσκος ακτίνας, Μουσική Θάνος Μικρούτσικος, Αθήνα 2009
11.ΠΟΝΤΟΣ, 30 Αιώνες Ελληνισμού, Καθημερινή, Αθήνα ,1996
12.Γ.Θ.Μαυρογορδάτου, Ο ναρκισσισμός της Στουθοκαμήλου, Καθημερινή, Αθήνα 202
13.Ντοκυμαντέρ της Μαρίας Ηλιού, Σμύρνη, Μουσείο Μπενάκη,Αθήνα, 2012
14.Σαράντος Ι.Καργάκος, Η Μικρασιατική Εκστρατεία, 1912-1922, ΠερίΤεχνών, Αθήνα 2010
15.Ν. Γ.Πολίτη, ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, Αθήνα 1998
16.Jean-Michel Guenassia, Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων, Πόλις, Αθήνα, 2020
17.ΔΑΝΤΗΣ, Η Θεία Κωμωδία, Παράδεισος, μετάφραση Νίκος Καζαντζάκης
18.Όμηρος, Ιλιάς, Τ Ραψωδία
19.Σίμων Καρράς, Σύλλογος προς διάδοσιν τησ εθνικής μας μουσικής, Τραγούδια Κωνσταντινουπόλεως-Προποντίδος, Δίσκος βινυλίου, Αθήνα
20.Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, Α. Καραβία, Αθήνα, 1996
21.Η σπιτική κουζίνα της Πόλης, Έθνος, Αθήνα, 2014
22.Μπαχαρικά και Βότανα της Πολίτικης Κουζίνας, Κομοτηνή, 2010
23.Γιώργου Ιωάννου, Το δικό μας αίμα, Κέδρος, Αθήνα, 1979
24.Γιώργος Ιωάννου, Η πρωτεύουσα των προσφύγων, Κέδρος, Αθήνα, 1984
25.Ζήσιμος Λορεντζάτος, Οι Ρωμιές, Δόμος, Αθήνα, 1979