ΈΚΤΟΣ ΚΥΚΛΟΣ «ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ» (28 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2010, ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ»)

Ελληνικές Μουσικές Γιορτές – Σημείωμα Προέδρου Φ.Ε.Ε.

Το Δ.Σ. της Φ.Ε.Ε., πιστό στις καταστατικές του αρχές που περιλαμβάνουν τη στήριξη κάθε προσπάθειας προαγωγής της τέχνης και του πολιτισμού στη χώρα μας, παρευρέθη στην πολιτιστική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις 28 Απριλίου 2010 στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», αφιερωμένη στην Επτανησιακή Μουσική Σχολή. Στα πλαίσια της εκδήλωσης, πραγματοποιήθηκε εισήγηση του Χ. Ηλ. Κολοβού σχετικά με την ιστορία της Επτανησιακής Μουσικής Σχολής, όπως επίσης και συναυλία του Συγκροτήματος Μουσικής Δωματίου «Νικόλαος Μάντζαρος», την οποία το Δ.Σ. αλλά και ολόκληρο το ακροατήριο απόλαυσε και χειροκρότησε θερμά.

Χρήστος Ηλ. Κολοβός

Βιολονίστας-Ερευνητής

Το παρόν συνεγράφη σε μορφή ομιλίας και εξεφωνήθη από τον υπογράφοντα στη συναυλία που έδωσε το Συγκρότημα Μουσικής Δωματίου «Νικόλαος Μάντζαρος» την Τετάρτη 28 Απριλίου τρέχοντος έτους στην ιστορική αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» στο πλαίσιο των Έκτων Ελληνικών Μουσικών Γιορτών, που εφέτος ήσαν αφιερωμένες στην Επτανησιακή Μουσική Σχολή. Με τις απαραίτητες αλλαγές λοιπόν και σε μεικτό ύφος (αναμειγνύοντας στοιχεία και του προφορικού λόγου και δίνοντας παράλληλα έναν τόνο χρονογραφήματος) σας το προσφέρουμε. Σημειώνουμε ότι το Συγκρότημα Μουσικής Δωματίου «Νικόλαος Μάντζαρος» αποτελείται από τους Παναγιώτη Δράκο (φλάουτο), Χρήστο Αργυρόπουλο (όμποε), Γιάννη Κούφαλη και Ηλία Κολοβό (κλαρινέττα), Κώστα Σαμοΐλη και Στάθη Μαρτζούκο (φαγκόττα) και, Βαγγέλη Σκούρα και Πέτρο Μιχαήλ (κόρνα). Στη συγκεκριμένη συναυλία συμμετείχαν ο τρομπεττίστας Γιάννης Καραμπέτσος και ο κορνίστας Γιάννης Γούναρης.

Θεσμός πλέον οι «Ελληνικές Μουσικές Γιορτές», την ιδέα της πραγματοποιήσεως του οποίου είχε ο αρχιμουσικός και καλλιτεχνικός διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών Βύρων Φιδετζής που σε συνεργασία με το Ειδικό Ταμείο Οργανώσεως Συναυλιών της Κ.Ο.Α., το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και τους περισσότερους συναφούς ενδιαφέροντος Ελληνικούς Οργανισμούς (Πανεπιστήμια, Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, Παρνασσό και άλλους) έγιναν πράξη προσφέροντάς μας πολλά από τα γνωστά και άγνωστα διαμάντια της Ελληνικής Έντεχνης Μουσικής μας. Θα τολμήσουμε στο σημείο αυτό να πούμε μετά λόγου γνώσεως και δίχως να αποτελούν υπερβολή τα λόγια μας ετούτα, πως δίπλα στην προτομή του ιδρυτού της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών Φιλοκτήτη Οικονομίδη στο προαύλιο του Ωδείου Αθηνών, θα πρέπει να σταθούν ακόμη δύο. Εκείνη του ακάματου Βύρωνος Φιδετζή για το ιεραποστολικό έργο που προσφέρει μια ζωή τώρα δίχως σταματημό στην Ελληνική μας Μουσική και η άλλη του αείμνηστου πλέον συνθέτη – μουσικολόγου και συγγραφέα Τάκη Καλογερόπουλου για την μοναδική του προσφορά σ’ ολάκερο το Έθνος, αντάξια θα λέγαμε ενός Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, με τη συγγραφή του Επτάτομου Λεξικού της Ελληνικής Μουσικής «Από τον Ορφέα έως Σήμερα» των Εκδόσεων Γιαλελλή.

Στο βήμα αυτό σήμερα ─σημείωνα τότε─ υπό άλλες συνθήκες θα βρισκόταν ο ίδιος ο Καλογερόπουλος και με το μεστό του λόγο, τις γλαφυρές περιγραφές του, το πάθος του, την ετοιμότητα και την απέραντη γνώση του θα μιλούσε για την Επτανησιακή Σχολή ─η οποία κατά το Γεώργιο Σκλάβο ήταν η λαμπάδα από την οποίαν πήραν φως οι μουσικοί δάσκαλοι και οι επαγγελματίες μουσικοί της Ελλάδας. Θα μίλαγε ακόμη για τους συνθέτες της και τα δημιουργήματά τους, αλλά και για την ιστορία του Συγκροτήματος Μουσικής Δωματίου «Νικόλαος Μάντζαρος», το οποίο παιάνισε έργα Επτανησίων συνθετών, μιας που οι φετινές Ελληνικές Μουσικές Γιορτές όπως προείπαμε ήταν αφιερωμένες εξ ολοκλήρου στην Επτανησιακή Μουσική Σχολή με έμφαση στο μελόδραμα και το «άσμα», τα δε μέλη του Συγκροτήματος είναι πλέον «σπεσιαλίστες» στην εποχή αυτή.

Έτσι, με πολλή χαρά δεχθήκαμε την πρόταση που μας έγινε εκ μέρους του Συγκροτήματος απ’ το φαγκοττίστα κ. Σαμοΐλη να κάνουμε τις εισηγήσεις αυτές, αντάξιες των προσδοκιών όλων των μελών του Συγκροτήματος ελπίζουμε να ήσαν και αυτές και εμείς. Αυτή ήταν και η αιτία που τελικώς δεν ακυρώσαμε το ταξείδι μας και την παρουσία μας εκεί, μιας που οι φόβοι μας για να πετάξουμε τότε ένεκα του Ισλανδικού ηφαιστείου μάς είχαν κυριεύσει. Οι γνωστοί σε όλους μας «Μαντζαραίοι», όπως τους βάφτισε ο Καλογερόπουλος τω καιρώ εκείνω, κλείνουν φέτος 30 χρόνια συνεχούς καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Πορείας η οποία δεν ήταν πάντα στρωμένη με ρόδα, αλλά μέσα από τις ατυχίες που τους έτυχαν κατά καιρούς ή τον αποκλεισμό τους εσκεμμένα ή μη από τα διάφορα «κέντρα της Μουσικής μας», μιας που δεν «κυνηγούσαν» τους κρατούντες όσο θα έπρεπε ίσως για την πραγματοποίηση μιας συναυλίας, έφθασαν 30 χρόνια μετά με ελάχιστες διαφοροποιήσεις σε πρόσωπα, να μας κάνουν κοινωνούς της Τέχνης της μουσικής δωματίου. Μιας Τέχνης άκρως δύσκολης, μιας που το κάθε μέλος χωριστά επιβάλλεται να θέσει εαυτόν στο κοινό καλό του συνόλου, αφήνοντας κατά μέρος τις όποιες προσωπικές φιλοδοξίες και τα γνωστά στον κύκλο μας «σολιστιλίκια», διότι όταν αυτά τα δύο εμφιλοχωρούν στο σύνολο, τότε «χαλάει η σούπα», όπως θα ‘γραφε ο Καλογερόπουλος.

Το Συγκρότημα ιδρύθηκε από επίλεκτους ερμηνευτές πνευστών οργάνων των Αθηναϊκών μας Ορχηστρών (Ε.Λ.Σ., Κ.Ο.Α., Σ.Ο. της Ε.Ρ.Τ.) στα 1979. Σε εποχές δύσκολες όρθωσε ανάστημα βάζοντας τη σφραγίδα του ως ένα σύνολο που ως πρωταρχικό σκοπό έθεσε την προώθηση της Ελληνικής δημιουργίας κατά κόρον εντός και εκτός τειχών. Σε 100άδες ανέρχονται οι συναυλίες τους σε πάνω από 20 Ελληνικές πόλεις, καθώς και σε Γερμανία, Ελβετία, Ιταλία, Κύπρο, Μάλτα, Καναδά και Αυστραλία. Το ρεπερτόριο των «Μαντζαραίων» περιλαμβάνει έργα άνω των 45 ξένων συνθετών και 30 Ελλήνων, τα περισσότερα φυσικά δοσμένα σε Α΄ εκτέλεση και γραμμένα ειδικά γι’ αυτούς. Κάποια εξ αυτών (Μάντζαρου, Σαμάρα, Καρρέρ, Ν. Λαμπελέτ, ΚυδωνιάτηΣκαλκώταΒισβάρδη, Καλογερόπουλου, Πετρίδη και Γ. Κωνσταντινίδη) έχουν ήδη δισκογραφηθεί από το Συγκρότημα σε δίσκους βινυλίου ή ψηφιακούς. Σημαντικό επίσης το γεγονός πως η έρευνα, η συγκέντρωση και η παρουσίαση όλων αυτών των έργων γίνονται με προσωπικές προσπάθειες των μελών του Συνόλου, το οποίο μαζί με το «Ελληνικό Κουϊντέττο Πνευστών» (ιδρ. 1962) και το «Τρίο Αθηνών», το «σύγχρονο», όπως γράφει ο Καλογερόπουλος (ιδρ. 1982) του ζεύγους Χατζηγεωργίου και της Βίκυς Στυλιανού, αποτελούν σήμερα τα τρία παλαιότερα εν Ελλάδι συνεχώς δρώντα σύνολα μουσικής δωματίου.

Τα δύο πρώτα έργα του «Πατριάρχου» θα λέγαμε των Ελλήνων συνθετών μας, φέροντα τον τίτλο κληρονομικώ δικαιώματι του Ιππότου, Νικόλαο Χαλικιόπουλο – Μάντζαρο (1795-1872), του οποίου μας έδωσε το Συγκρότημα είναι η Συμφωνία αρ. 6 και το τραγούδι «Η Στιγμή Τώρα Προβαίνει» σε στίχους ─σύμφωνα με πληροφορία που μας έδωσε ο μουσικολόγος κ. Κώστας Καρδάμης─ του Γεωργίου Κανδιάνου – Ρώμα (1769-1860), μέλους του Πρώτου Κοινοβουλίου των Ιονίων Νήσων, πρόεδρος του οποίου εξελέγη στα 1850. Σχετικώς με τη βιογραφία του Κερκυραίου Μάντζαρου μπορεί οποιοσδήποτε να βρει στοιχεία σε εγκυκλοπαίδειες, λεξικά και άλλα περισπούδαστα δοκίμια. Εμείς, παραθέτουμε μόνον μέρος της επιστολής που του έστειλε ο διάσημος δάσκαλός του Τσινγκαρέλλι στις 12.7.1835 με την οποίαν του ζητεί να αναλάβει τη διεύθυνση του Ωδείου «Σαν Σεμπαστιάν» της Νάπολης. Γράφει ο, μεταξύ άλλων δάσκαλος των Μπελλίνι και Μερκαντάντε, Τσινγκαρέλλι: Ω, τί παρηγοριά θα ήταν για μένα, αν μπορούσα να σε ξαναδώ πριν πεθάνω! Έλα λοιπόν και γρήγορα. Βεβαιώσου ότι η έλευσή σου θα παρέτεινε τη ζωή μου. Πρέπει να βιαστείς να έλθεις, γιατί δεν βρίσκω άλλον που να μπορεί να με διαδεχτεί και μόνο σε σένα θα ήθελα να εμπιστευτώ πριν πεθάνω την ωραία Σχολή της Νεάπολης, γιατί ο οποιοσδήποτε άλλος θα την διέφθειρε… Ο Μάντζαρος όμως, ο οποίος κατά τον Καλογερόπουλο θεωρούσε τον καλλιτέχνη ως εμπροσθοφυλακή του ανθρώπινου γένους στην πορεία προς τα ανώτερα ιδανικά αρνήθηκε την πρόταση αυτή, όπως και άλλη του δασκάλου του για να αναλάβει τη θέση του στη “Μουσική Σχολή” του Μιλάνου (1837). Και συνεχίζει ο Καλογερόπουλος πως για να μπορέσει μάλιστα να υπάρξει η πρώτη ελλ. Φιλαρμονική, ο Μάντζαρος δίδασκε νυχθημερόν και δωρεάν· κι όχι μόνο αυτό, αλλά πλήρωνε και από την τσέπη του τους διάφορους καταστηματάρχες, για να εξασφαλίζει άδειες σε ταλαντούχους παραγιούς, ώστε να μπορούν να εξασκούνται στα διάφορα μουσικά όργανα!… Δίδασκε επίσης δωρεάν όλα τα θεωρητικά της μουσικής σε όποιον το επιθυμούσε και μάλιστα δημοσίευε στον επτανησιακό Τύπο και αγγελίες προς τούτο!… Έτσι κατάφερε να μορφώσει ολόκληρη γενιά λαμπρών μουσικών, μεταξύ των οποίων και τους Λεωνίδα Αλβάνα, Φραγκίσκο-Λαμπρινό Δομενεγίνη, Ιωσήφ και Σπυρίδωνα Καίσαρη, Παύλο Καρρέρ, Εδουάρδο ΛαμπελέτΓεώργιο ΛαμπίρηΑντώνιο ΛιβεράληΣπυρίδωνα ΞύνδαΡαφαήλ ΠαριζίνηΔομένικο Παδοβάνη ή Παδοβά, με αποτέλεσμα να στηθεί εν πολλοίς το “Επτανησιακό μουσικό θαύμα”… Και τίθεται το ερώτημα: ποιός θα έκανε ή ποιός κάνει κάτι αντίστοιχο σήμερα;

Ανάμεσα τώρα στα πολλά έργα του Μάντζαρου, μεταξύ των οποίων και η αρχαιότερη σωζόμενη ελληνική όπερα, το μονόπρακτο “Ντον Κρεπούσκολο” (Don Crepuscolo, 1815), σώζονται και 17 συμφωνίες, δηλαδή ιταλικές εισαγωγές σε ένα μέρος, όλες σε αναγωγές για πιάνο, 5 από τις οποίες έχουν ενοργανωθεί από τον Κώστα Σαμοΐλη και δισκογραφηθεί εξαιρετικά από το Συγκρότημα «Νικόλαος Μάντζαρος». Η υπ’ αριθμόν 6 σε Σι ύφεση μείζονα που ακούσαμε στις 28/4 ανακαλύφθηκε από τον Κώστα Σαμοΐλη το φθινόπωρο του 1979 και περιλαμβάνεται σε ένα χειρόγραφο λεύκωμα αγνώστου χειρός, με «χαρτονένιο» εξώφυλλο στο Μοτσενίγειον Αρχείον Νεοελληνικής Μουσικής το οποίο φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος. Γραμμένη στο πρότυπο ενός Ροσσίνι κατά το Γιώργο Λεωτσάκο ─ερευνητή και ιστορικό της Ελληνικής Έντεχνης και δη της Επτανησιακής Μουσικής, στον οποίο επίσης οφείλουμε πολλά─ στο εναρκτήριο Maestoso από δεσπόζουσα σε δεσπόζουσα ο συνθέτης περνά από διάφορες τονικότητες το οποίο και προέρχεται από τις εισαγωγές της grand opera που, μετά το «Γουλιέλμο Τέλλο» του Ροσσίνι άρχιζαν συχνά με ένα αργό τμήμα, λυρικό συνήθως, που προετοίμαζε τον ακροατή για τη συνέχεια, διεγείροντας την προσδοκία του. Έτσι, συνεχίζουμε εμείς, περνάμε στο Allegro brillante σε φόρμα διθεματικής σονάτας με το α΄ θέμα να ακούγεται ζωηρότατο και με έντονα χορευτικό χαρακτήρα από το όμποε, θυμίζοντας κατά το Λεωτσάκο «ιταλική λαϊκή μουσική» και το β΄ θέμα να έρχεται στη δεσπόζουσα Φα μείζονα από την τρομπέττα σε παρεστιγμένα. Ακολουθεί μία πολύ μικρή ανάπτυξη και η επανέκθεση έρχεται με τα δύο θέματα στην τονική και το β΄ να δίδεται από το κόρνο αυτή τη φορά. Τελειώνουμε με μια «κόντα» (ουρά), γεμάτη μπρίο και χαρά.

Όσο για το τραγούδι «Η Στιγμή Τώρα Προβαίνει», όπως και για τα περισσότερα της βραδιάς εκείνης, δεν ακολουθείται πιστά μια φόρμα. Πρόκειται για μικρά αριστουργήματα τα οποία αντικατοπτρίζουν στο έπακρον το προσωπικό στυλ των δημιουργών τους. Η σχέση του συνθέτη με το «άδειν» υπήρξε αγαστή. Περιλαμβάνει λειτουργίες για την Καθολική Εκκλησία, τραγούδια σε ποίηση κυρίως Σολωμού μεταξύ των οποίων και ο «Εις την Ελευθερίαν Ύμνος», καντάτες, όπερες, αλλά και συλλογή την οποία δημιούργησε ο ίδιος με δημοτικά τραγούδια από την Κέρκυρα και την Ήπειρο. Το συγκεκριμένο τραγούδι μας χάρισε ο βαρύτονος Κωστής Ρασιδάκης, όπου μαζί με τη σοπράνο Ελένη Σταμίδου στη συνέχεια ομόρφυναν την «εσπέραν» εκείνην, ωσάν άλλοτε τα άσματα αυτά ακούγονταν σε σαλόνια αστικών οικογενειών από εγχώριους ή μη καλλιτέχνες του άσματος και του κλειδοκύμβαλου.

Κατόπιν ακούσθηκε ένα τραγούδι και ένα «μουσικόν τεμάχιον» του Κεφαλλήνα εξ Αργοστολίου Διονυσίου Λαυράγκα (1860-1941).

Ο Νιόνιος ο Λαυράγκας, ο άνθρωπος που επί μισόν αιώνα όπως γράφει ο Καλογερόπουλος, εξυπακουόταν όταν ο λαός έλεγε «ο μαέστρος», σπούδασε όπως οι περισσότεροι Επτανήσιοι στη Νάπολη, αλλά και στο Παρίσι, μαθητεύοντας κοντά στον Ντελίμπ, όπου ήταν συμμαθητής του Σαμάρα (ενν. ο Λαυράγκας) και, στην τάξη του Μασσνέ, ενώ αρμονία έκανε με τον Ντυμπουά και κατά το Μιχάλη Ράπτη, πήρε μαθήματα εκκλησιαστικού οργάνου από τον Σεζάρ Φρανκ. Ως δ/ντής ορχήστρας εμφανίσθηκε σε πόλεις της Γαλλίας, θέατρα της Ιταλίας μεταξύ άλλων και στο «Λα Φενίτσε» της Βενετίας, της Ελλάδος αλλά και όπου εμφανίσθηκε το Γ΄ Ελληνικό Μελόδραμα του οποίου υπήρξε ο ιδρυτής στα 1898. Χωρίς αυτόν τον «Άτλαντα» της Ελληνικής Μελοδραματικής Τέχνης, όπως τον ονομάζει ο Αντώνης Χατζηαποστόλου, η Ελλάς δεν θα είχε αποκτήσει ποτέ ίσως μόνιμο μελοδραματικό θίασο και δεν θα φτάναμε στην ίδρυση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής υπό τον Κωστή Μπαστιά στα 1940. Στο εστιατόριο του Σκοτίδα στην αρχή της Πατησίων έκαναν πρόβες αρχικά οι κύριοι του Γ΄ Ελληνικού Μελοδράματος ─ο τενόρος Χατζηλουκάς, ο βαρύτονος Βακαρέλης, οι μπάσσοι Πετροζίνης, Φλωριανός και Βλαχόπουλος και, οι μαέστροι Σπινέλλης και Λαυράγκας─ όπου και έλαβαν την πρώτη τους Χορηγία, έναν τενεκέ πετρέλαιο με ένα μπιλιέττο που έγραφε στο Ελληνικό Μελόδραμα για το φωτισμό του μηνός. Έτσι κάπως πορεύθηκε η μελοδραματική τέχνη στην Ελλάδα, φθάνοντας όχι αβασάνιστα, στον Αύγουστο του 1953 (με επιφύλαξη η χρονική τοποθέτηση μιας που δεν έχουμε αποσαφηνίσει ακόμη ακριβώς το χρόνο) φανταζόμαστε μετά τη λήξη της θερινής περιόδου, όπου η Λυρική στεγαζόταν σε ιδιαίτερο υπαίθριο Θέατρο της Λεοφ. Αλεξάνδρας, με τον Σπύρο Μαρκεζίνη ως Υπουργό Συντονισμού της Κυβερνήσεως Παπάγου να κλείνει τη Λυρική Σκηνή για 10 μήνες, λέγοντας το ιστορικόν: Οι Έλληνες μπορούν να ζήσουν χωρίς ν’ ακούν την καλημέρα τους τραγουδιστά! και να ξανανοίγει χάριν της επίσημης επισκέψεως του Στρατάρχη Τίτο στην Αθήνα το Μάη του ’54 και της επιμονής του να παρακολουθήσει παράσταση όπερας. Εάν σήμερα, κλείσει η Λυρική Σκηνή εις το όνομα της εξυγίανσης, υπάρχει κάποιος Τίτο ώστε να ξανανοίξει για χάρη του; Όλοι γνωρίζουμε πως ΟΧΙ και πολύ φοβούμαστε πως το γνωστό «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού» δυστυχώς θα επαληθευθεί. Ας τονισθεί πως το Ελληνικό Κράτος αγνόησε επιδεικτικά τον μαέστρο μας Λαυράγκα, μην παραχωρώντας του έστω μια τιμητική θέση στο πρώτο Δ.Σ. της Ε.Λ.Σ. όπως του όφειλε, εξ αιτίας μάλλον κατά τον Καλογερόπουλο, του γεγονότος ότι στα 1931 μόνον αυτός από όλους τους επώνυμους μουσικούς είχε το σθένος να υπογράψει την αίτηση ώστε να χαριστεί η ζωή στους 2 κομμουνιστές φαντάρους, που αρνήθηκαν στο Καλπάκι να εκτελέσουν διαταγή ανωτέρου τους και να ποτίσουν ένα τηλεγραφόξυλο για ν’ ανθίσει…

Ο Λαυράγκας δίδαξε δεκάδες μουσικούς μεταξύ των οποίων και τους Λεωνίδα ΖώραΑ. ΝεζερίτηΔημ. ΛεβίδηΓεώργιο Καζάσογλου και Νικόλαο Λάβδα.

Συνέθεσε πλήθος έργων για πιάνο, μουσικής δωματίου, πάμπολλα τραγούδια μεταξύ αυτών και την πασίγνωστη «Αγράμπελη», αρκετά συμφωνικά, το πρώτο εξ όσων γνωρίζουμε Ελληνικό έργο για βιολί και ορχήστρα με τίτλο «καπρίτσιο επί δύο Ελληνικών θεμάτων διά βιολίον συνοδεία ορχήστρας» με χρονολογία σύνθεσης τα 1921, την πρώτη εκτέλεση του οποίου έκαναν ο Σοφοκλής ο Πολίτης με τη ΣΟ της ΕΡΤ υπό το Φιδετζή στα 1987 αν δεν απατώμεθα στο Θέατρο του Κολλεγίου Αθηνών, αλλά και 7 οπερέτες, έργα για χορωδία και ορχήστρα, χοροδράματα, τη μουσική σε δύο ταινίες μεταξύ των οποίων και στην πρώτη ομιλούσα «Τον αγαπητικό της Βοσκοπούλας» (1932) και 12 όπερες, ανάμεσα σε άλλες τη «Φρόσω» που πρωτακούσθηκε στις 23/4/2010 από την Κ.Ο.Α. και το Φιδετζή, τη «Διδώ», το «Λυτρωτή», «Τα Δύο Αδέλφια», την κωμική «Ο Φακανάπας» και τη μονόπρακτη «Μάγισσα» στα 1901.

Γραμμένη σε Ελληνικό λιμπρέττο του ίδιου του συνθέτη «Η Μάγισσα» είναι διασκευή από την 4η Πράξη του έργου του «Η Ζωή είναι ένα όνειρο», η οποία γράφτηκε γύρω στα 1890 και ήταν σε κείμενο του Εnrico Golisciani, κατά το έργο του Calderon. Η «Μάγισσα» δόθηκε με επιτυχία πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 1901 με πρωταγωνιστές το ζεύγος Κοκκίνη και τη μέτζο σοπράνο Οζιγιόν. Κατόπιν παίχτηκε στην Κωνσταντινούπολη (Οχτώβρης του 1905) από το Μελόδραμα, με τη Βικτώρια Θεοδωρίδου, την Οζιγιόν και τον Μωραΐτη, πιο μετά στη Θεσ/κη και αλλού. Το «Ιντερμέτζο» της μετεγράφη για το Συγκρότημα «Νικόλαος Μάντζαρος» από τον Τάκη Καλογερόπουλο, ο οποίος συνεργάσθηκε ως ενορχηστρωτής με το Συγκρότημα επί μακρόν σε αρκετά έργα, όπως στους 12 χορούς του Σκαλκώτα, στην «Αποκριά» του Θεοδωράκη κ.α. Τη μεταγραφή αυτή ο Καλογερόπουλος τελείωσε στις 4/4/1982 και είκοσι μέρες μετά εκτελέσθηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο «Φοίνικας» της Κέρκυρας. Κατόπιν παίχθηκε το 1994 στο Αμφί-Θέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου και στο Δημοτικό Θέατρο Αργοστολίου «Ο Κέφαλος». Όσο για το τραγούδι «Με τ’ όνομά σου σε φωνάζω» είναι ένα από τα δεκάδες που συνέθεσε ο μαέστρος μας και όπως και το προηγούμενο, αλλά και κάποια άλλα που παίχθηκαν στη συναυλία της 28ης/4/2010 διασκευάσθησαν  έξοχα από τον Αλέκο Κάτσιο.

Στη συνέχεια σειρά είχαν δύο συνθέτες από τη μεγάλη μουσική Οικογένεια των Λαμπελέτ, για την οποία ο Παύλος Νιρβάνας έγραψε ότι έχει τη μουσική, όπως άλλες οικογένειες έχουν τους ρευματισμούς ή την αρθρίτιδα… Το Γεώργιο Λαμπελέτ ή Τζώρτζη (1875-1945) και τον αδελφό του Ναπολέοντα. Ο Κερκυραίος Γεώργιος Λαμπελέτ, ένας από τους Πατέρες της Εθνικής μας Σχολής μαζί με το Λαυράγκα, υπήρξε ο πρώτος Έλληνας μουσικός ο οποίος κάλεσε όλους τους συναδέλφους του να εμπνευσθούν από τα δημοτικά μας τραγούδια και τη δημοτική μας ποίηση, μέσω της μελέτης του που δημοσιεύθηκε στα «Παναθήναια» στις 15 & 30/11/1901 με τίτλο «Εθνική Μουσική». Συγκεκριμένα μεταξύ άλλων έγραφε: Ἡ δημοτικὴ ποίησις καὶ ἡ δημοτικὴ μουσικὴ εἶναι ὅ,τι ἁγνότερον, ὡραιότερον, πρωτοτυπώτερον καὶ αληθέστερον ἔχει νὰ επιδείξῃ ἡ νεωτέρα Ἑλλάς. Εἰς αὐτὴν ἀντανακλᾶται ὅλη ἡ ψυχὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ένεκα τούτων, το Ωδείον Αθηνών αρνήθηκε να του παραχωρήσει την Ορχήστρα του για παρουσίαση έργων του, απαγορεύοντας μάλιστα και κάθε συμμετοχή μουσικών της Συμφωνικής του Ορχήστρας στην Εκδήλωση, μιας που καθώς φαίνεται είχε διαπράξει έγκλημα καλώντας τους συνθέτες να εμπνευστούν από την ελληνική Δημοτική Μούσα, έχοντας ο ίδιος ήδη προχωρήσει στη μουσική υλοποίηση των ιδεών του, κατά τον Καλογερόπουλο. Έτσι, το συμφωνικό του ποίημα για μεγάλη συμφωνική ορχήστρα με τίτλο «Η Γιορτή», το οποίο συνετέθη μάλλον στα 1901 και είναι το πρώτο ίσως Ελληνικό έργο στο οποίο χρησιμοποιούνται δημοτικά θέματα συνεχίζει ο Καλογερόπουλος, τον κατατάσσει αναμφισβήτητα στην κορυφή της Ιστορίας. Πολλή επιτυχημένη η τακτική τού τότε διευθυντού του Ωδείου Αθηνών Γεωργίου Νάζου, ο οποίος εξαπέλυε τα πυρά του κατ’ εξοχήν στους Επτανησίους Γεώργιο Λαμπελέτ, Διονύσιο Λαυράγκα, Λαυρέντιο Καμηλιέρη και Σπύρο Σαμάρα, που ως αποτέλεσμα είχε, όταν πια δεν έμεινε σχεδόν ουδείς Έλλην συνθέτης χωρίς να συγκρουστεί μαζί του ο Νάζος, να θεωρούν δεύτερης ποιότητας σχεδόν όλη την Ελληνική μουσική!, όπως τονίζει ο Λεωτσάκος. Ο Γεώργιος Λαμπελέτ συνέθεσε πλήθος τραγουδιών με Εθνικό χαρακτήρα, άλλα με εθνικό σχολικό χαρακτήρα, άλλα σε ποίηση Πορφύρα, Νιρβάνα, Δροσίνη, Καμπύση κ.ά., συμφωνικά έργα, έργα για σόλο πιάνο και χορωδιακά. Ακόμη συνέγραψε αρκετά άρθρα για τη μουσική σε διάφορα περιοδικά, εφημερίδες, εγκυκλοπαίδειες κ.α., ενώ σε κάποια εξ αυτών διετέλεσε και διευθυντής τους.

Ένα τραγούδι από τα προαναφερόμενα είναι και αυτό που ακούσαμε από την Ελένη Σταμίδου με τον τίτλο «Κάτω στο γυαλό», το οποίο συνοδεύει η επισήμανσις «Μπαλλάντα». Πρόκειται για τραγούδι σε στίχους του ίδιου του συνθέτη και αφιερωμένο στην υψίφωνο της εποχής την αηδώνα των αηδόνων κατά το Ζαχαρία Παπαντωνίου, Νίνα Φωκά.

Παρόμοιας αισθητικής και ομορφιάς είναι και τα δύο επόμενα που μας προσέφερε η ίδια σολίστ, σε στίχους Γεωργίου Δροσίνη και Αλέξανδρου Πάλλη και μουσική του αδερφού τού Γεωργίου Λαμπελέτ, Ναπολέοντος (1864-1932) με τίτλο «Όταν γελάς κι όταν μιλής» και «Αρβανίτισσα». Γεννημένος μάλλον στα 1864 στην Κέρκυρα ομοίως, σπούδασε όπως συνηθιζόταν στο Ναπολιτάνικο Ωδείο San Pietro a Majella, δίδαξε επί διετία 1885-7 στο Ωδείον Αθηνών και διηύθυνε τις πρώτες παραστάσεις του Α΄ Ελληνικού Μελοδράματος αρχής γενομένης από τις 12.3.1888 με το έργο ο «Υποψήφιος Βουλευτής» του Ξύνδα. Ο Ναπολέων Λαμπελέτ εκτός από συνθέτης, υπήρξε και σολίστ και «συνοδός» πιανίστας, διευθυντής ορχήστρας και μέλος σεξτέττου (;) κατά το Λεωτσάκο. Συνέθεσε, όπως διαβάζουμε σε κείμενο του Γιώργου Λεωτσάκου, και κάποια μάλλον ελαφρά λυρικά έργα, μερικά εκ των οποίων παίχτηκαν και στην Ελλάδα, όπως «Η διαμετακόμιση της Αφροδίτης», «Ο Βαλεντίνος», «Το Όνειρο του Πιερότου» κ.ά.

Όσον αφορά τώρα στους δύο χορούς του, που μας χάρισαν τα μέλη του Συγκροτήματος ενοργανωμένους από τον Κώστα Σαμοΐλη τους οποίους ανακάλυψε το καλοκαίρι του 1981 στην Παλαιά Φιλαρμονική Κερκύρας στην αρχική τους μορφή για πιάνο, και οι δύο είναι πιστά παραδείγματα των γνωστών μας παλιών Γαλλικών χορών «Γκαβότ» και «Μενουέττο». Και των δύο χορών οι μελωδίες είναι τόσο απλές, ευγενείς και λεπτής υφής, που προσδίδουν και στα δύο αυτά μικρά αριστουργήματα, μια χάριτα άξια προσοχής.

Κατόπιν το «λόγο» είχε η μουσική του Ζακυνθινού Διονυσίου Βισβάρδη του οποίου εφέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του. Σημαδιακή η ημερομηνία που έρχεται στον κόσμο ο Διονυσάκης ο Βισβάρδης κατά τους Ζακυνθινούς. Ήταν η 28η Οκτωβρίου! Μαθητής μεταξύ άλλων των Ριάδη και Βακαλόπουλου στη Θεσ/κη, σπούδασε επίσης κλαρινέττο και πιάνο. Λέγεται πως υπήρξε βιρτουόζος του κλαρινέττου, γεγονός που αληθεύει εάν ακούσει κανείς έργα του που περιέχουν σόλο κλαρινέττο. Ο Βισβάρδης ήταν ο πρώτος συνθέτης που έγραψε για το Συγκρότημα Μουσικής Δωματίου «Νικόλαος Μάντζαρος». Συνέθεσε γι’ αυτούς τα έργα «Ταξιδεύοντας στην Ήπειρο», τους χορούς «Κοζανίτικος» και «Γαργυττός» (και τα τρία αυτά έχουν ηχογραφηθεί από το Συγκρότημα), τις «Αναμνήσεις από την Καλαμάτα» και τα «Καθρεφτίσματα στη Λίμνη» για πιάνο και οκτέττο πνευστών. Σε όλα αναδεικνύεται η «βιρτουοζιτέ» του κλαρινεττίστα. Ο Βισβάρδης διετέλεσε αρχ/κός φιλαρμονικών και χορωδιών, καθώς και δ/ντής του Ραδιοφωνικού Σταθμού Ενόπλων Δυνάμεων Βορείου Ελλάδος (1938-56), για δύο έτη αρχ/κός στη Φρουρά Αθηνών και δ/ντής του Ρ.Σ. των Ενόπλων, όπου δημιούργησε και διηύθυνε τη Σ.Ο. του Σταθμού. Συνέθεσε και το γνωστό εμβατήριο το οποίο ενεψύχωνε τον μαχόμενο Λαό μας στα βουνά του ’40, «Περνάει ο Στρατός» σε ποίηση του Ταγματάρχου Γκικόπουλου, στα 1935, ενώ υπηρετούσε στη Μουσική Φρουρά Θεσ/κης και για το οποίο τιμήθηκε με έπαινο από το Γ΄ Σώμα Στρατού το ίδιο έτος.

Αναφορικά με τη Σολωμική «Ανάμνηση» που είχαμε τη χαρά να ακούσουμε από το βαρύτονο Κωστή Ρασιδάκη, αυτή συνετέθη στα 1955 αρχικά για 4φωνη Ανδρική Χορωδία και εξετελέσθη για πρώτη φορά στη Ζάκυνθο το Φεβρουάριο του 1957 από ερασιτεχνική χορωδία κατά τον εορτασμό της 1ης 100ετιρίδος από το θάνατο του Σολωμού. Στα 1978, όπως μας πληροφορεί η κόρη του συνθέτη Ράνια Βισβάρδη την οποία και ευχαριστούμε, ο συνθέτης διασκεύασε το έργο για βαρύτονο και πιάνο για τις γιορτές που έγιναν για τα 180 χρόνια από τη γέννηση του Εθνικού μας ποιητή. Ακολούθησαν και άλλες διασκευές για τενόρο και πιάνο, για μεικτή χορωδία «α καππέλλα» ή και με συνοδεία κιθάρας. Υπάρχει ακόμη και εκδοχή για τσέλλο και πιάνο. Η «Ανάμνησις» έχει γνωρίσει αρκετές εκτελέσεις ανάμεσα σε άλλους από το Διονύση Τρούσσα, το Διονύση Φλεμοτόμο και πρόσφατα από τον Κωνσταντίνο Καρυώτη.

Το α΄ μέρος της συναυλίας της 28ης Απριλίου τρέχοντος τελείωσε με ένα κωμικό ντουέττο σε Ελληνική Γλώσσα, όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται και στον τίτλο και το οποίο ακούστηκε σε Α΄ εκτέλεση, του Κερκυραίου επίσης μαθητού επί 18ετία του Μάντζαρου, Σπυρίδωνος Ξύνδα, γεννημένου περίπου έναν αιώνα πριν το Βισβάρδη, στα 1812 ή 1814, σε στίχους του ποιητού Ιωάννη Ρινόπουλου. Ο Ξύνδας υπήρξε ο τελευταίος Επτανήσιος μαθητής του Τσινγκαρέλλι, σύμφωνα με νεότερες έρευνες του Γιώργου Λεωτσάκου, τις οποίες ενστερνίζεται κατά το μάλλον ήττον και ο Τάκης Καλογερόπουλος στο Λεξικό του. Εκεί συν τοις άλλοις διαβάζουμε πως ο Ξύνδας υπήρξε πλούσιος στη νιότη, αλλά πέθανε πάμφτωχος. Μάλιστα στις 25/2/1896 έδωσε ρεσιτάλ επαιτείας στην Εταιρία Φίλων του Λαού, ενώπιον κενών καθισμάτων! Αφού βγήκε στη σκηνή υποβασταζόμενος από δύο, όντας ήδη τυφλός από καταρράκτη, στο τέλος του ρεσιτάλ του ξέσπασε σε λυγμούς και αποχαιρέτησε την τέχνη και τη ζωή του τραγουδώντας τον Εθνικό μας Ύμνο. Υπήρξε δεξιοτέχνης κιθαρίστας, εμφανιζόμενος σε ρεσιτάλ σε Αθήνα, Νάπολη, Αλεξάνδρεια κ.α. Έμεινε στην ιστορία για την τρίπρακτη όπερά του «Υποψήφιος Βουλευτής», γραμμένη στα 1857 σε κείμενο πάλι του Ρινόπουλου, που αποτελεί την Πρώτη όπερα σε Ελληνικό λιμπρέττο. Ο Σπυρίδων Ξύνδας πέθανε στα 1896 και κηδεύτηκε με έρανο, όπως δυστυχώς και άλλοι ομότεχνοί του μεταξύ των οποίων και το πάλαι ποτέ σόλο φλάουτο της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Βιέννης Ευρυσθένης Γκίζας, αποβιώσας στα 1903 σε Νοσοκομείο της Αυστριακής Πρωτεύουσας, στην κηδεία του οποίου παρέστησαν τιμής ένεκεν όλα τα μέλη της Φιλαρμονικής υπό το διευθυντή τους Γκούσταβ Μάλερ!

Στο β΄ μέρος της συναυλίας δέσποσαν δύο μορφές της Ελληνικής μας Μουσικής. Ο Κερκυραίος Σπυρίδων Φιλίσκος Σαμάρας (1861-1917) και ο Ζακυνθινός Παύλος Καρρέρ (1829-1896). Του μεν πρώτου γευθήκαμε τέσσερα τραγούδια «πρώτης τάξεως», όπως θα τα χαρακτήριζε ο Κων/νος Κυδωνιάτης, του δε δεύτερου ένα τραγούδι και μια άρια, καθώς και οργανική μουσική.

Ο Σαμάρας σπούδασε κατά το μεγαλύτερο μέρος στο Ωδείο Αθηνών βιολί με το Φρειδερίκο Βολωνίνη τον πρεσβύτερο και θεωρητικά με τους Μασκερόνι και Σταγκαπιάνο. Για ένα διάστημα έπαιζε και 2ο βιολί σε ορχήστρες θιάσων όπερας. Στα 1882 πηγαίνει στο Παρίσι όπου μαθητεύει κοντά στους Λεό Ντελίμπ και Ζυλ Μασνέ. Λέγεται μάλιστα ότι μετά την εκτέλεση της «Κιταράτας» του στα 1885 ο Σαρλ Γκουνώ τον αγκάλιασε και τον ασπάσθηκε θερμώς. Τρία χρόνια μετά περίπου, μετοικεί στην Ιταλία, ενώ στην Αθήνα οριστικώς επιστρέφει στα 1911. Προηγουμένως ερχόταν οσάκις έπρεπε να διευθύνει έργο δικό του. Παραβρέθηκε ακόμη στη διάρκεια των Πρώτων Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 1896, για να διευθύνει τον Ολυμπιακό του Ύμνο. Η επιτυχία του Σαμάρα στην Ιταλία ως συνθέτης μελοδραμάτων υπήρξε μεγάλη. Η χαμένη σήμερα όπερά του «Φλόρα Μιράμπιλις» ανέβηκε στο Θέατρο «Καρκάνο» του Μιλάνο στα 1886 και ένα χρόνο μετά στη Σκάλα του Μιλάνου, σημειώνοντας τεράστια επιτυχία με πρωταγωνίστρια την Έμμα Καλβέ. Το ανέβασμα της «Φλόρας» που στα Ελληνικά μεταφράσθηκε ως «Θαυμαστή Ανθώ», σημειώνουμε ότι προϋπήρξε των «Παλλιάτσων» (πρώτη παγκόσμια 1892) και της «Καβαλλερίας» (1890), ενώ «Οι Βίλλι» του Πουτσίνι ακούσθηκαν πρώτη φορά δύο μόνον χρόνια πριν τη «Φλόρα». Μετά την επιτυχία του Μιλάνου, οι κριτικοί τον κατέταξαν στους κορυφαίους δραματικούς συνθέτες της εποχής του. Έτσι, κατά τον Καλογερόπουλο, η συμβολή του στη διαμόρφωση του “βερισμού” και ειδικά του “ύφους Πουτσίνι” (με τον οποίο διατηρούσε εγκάρδια αλληλογραφία) κρίνεται όχι μόνο υπαρκτή αλλά και ουσιαστική, γιατί στον Σαμάρα ενυπάρχουν (είτε ως συλλήψεις είτε ως απτές εφαρμογές) όλα όσα χαρακτήρισαν τα κατοπινά αριστουργήματα του μεγάλου Ιταλού συνθέτη. Εκτός αυτών, το μουσικό ύφος του διανθιζόταν και από ελλ. δημοτικά τραγούδια (παρμένα από τις Συλλογές των Μπουργκώ-Ντυκουντραί και Περικλή Αραβαντινού-«Άραμι» (τον οποίο εκτιμούσε ιδιαίτερα), που συχνά εμφανίζονται με «κοσμοπολίτικο» ένδυμα κι έτσι (εκτός των περιπτώσεων που παρίστανται αυτούσια, όπως στη «Ρέα») δεν είναι πάντα ευχερής η αναγνώρισή τους. Εκ προοιμίου, συνεχίζει ο Καλογερόπουλος, επιθυμούμε να αναφέρουμε, ότι τα συγχαρητήρια μηνύματα των Τζιορντάνο, Μασκάνι, Πουτσίνι και άλλων σπουδαίων συνθετών που συνόδευσαν τη μεγάλη επιτυχία του αριστουργηματικού λυρικού έργου του “Ρέα“, πιστοποιούν ότι την εποχή που ο συνθέτης μας (προς μέγιστη τιμή του) ετοιμαζόταν για τον οριστικό επαναπατρισμό του (πλάθοντας οράματα ολοκληρωτικής στράτευσης στη μουσική ζωή του τόπου του, κ.λπ.-κ.λπ.) ήταν ασφαλώς ισότιμος με τους μεγαλύτερους Ιταλούς συνθέτες της Εποχής, παρά τα διάφορα ανεπίτρεπτα υπονοούμενα που διετύπωσαν (φυσικά ομοεθνείς μας, και φυσικότατα ζηλοτυπούντες) για δήθεν κάμψη της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας και για δήθεν αδυναμία μουσικής επιβίωσής του στην Ευρώπη. Άλλα έργα του Σαμάρα είναι οι όπερες Ολάς, Μετζέ, Λιονέλλα, Μάρτυς, Η Ξανθούλα, η ανολοκλήρωτη «Τίγκρα» της οποίας η α΄ πράξη δόθηκε με επιτυχία σε Α΄ εκτ. στις 29/4/2010 σε ενορχήστρωση Βύρωνος Φιδετζή από την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης και υπό τη μπαγκέττα του Ελληνοϊταλού Άντζελο Καβαλλάρο, και άλλα. Συνέθεσε ακόμη 3 οπερέττες, καθώς και τη «Σερενάτα» για πιάνο αφιερωμένη στη Βασίλισσα Όλγα, τη χαμένη σήμερα Σονάτα για βιολί και πιάνο, άλλα κομμάτια για πιάνο, για ορχήστρα και αρκετά τραγούδια σε ποίηση Βαλαωρίτη, Δροσίνη, Πολέμη κ.ά. Τέσσερα τέτοια μικρά αριστουργήματα μας προσέφεραν η Ελένη Σταμίδου και ο Κωστής Ρασιδάκης, τα τρία πρώτα των οποίων αφιερώνονται στη Μαρία Ν. Στράτου, την Αυτής Βασιλική Υψηλότητα Πριγκήπισσα Αλίκη και τον φίλτατον Κωνσταντίνο Μελά. Τέλος, έργα του Σαμάρα εξέδωσαν οι Ιταλικοί Οίκοι Ρικόρντι και Σοντσόνιο και, ο Γερμανικός Καντ.

Ο τελευταίος συνθέτης της βραδιάς ήταν ο Ζακυνθινός Παύλος Καρρέρ ή Καρρέρης, αντιπροσωπευτικότατα δείγματα γραφής με φωνή ή όχι ακούσαμε στη συναυλία του Συγκροτήματος Μουσικής Δωματίου «Νικόλαος Μάντζαρος». Ο Καρρέρ σπούδασε στην Αγγλία όπου βρέθηκε σε μικρή ηλικία, κατόπιν στη γενέτειρά του εκτός από μουσική και ιστορία και φιλολογία και στα 1848 κατά το Σπύρο Μοτσενίγο ήταν μαθητής του Μάντζαρου. Στα 1850 φεύγει για ανώτερες σπουδές στο Μιλάνο, όπου 3 από τις 14 συνολικά όπερές του ανεβαίνουν στο Θέατρο «Καρκάνο». Ο Καρρέρ ανήκει στους Επτανήσιους συνθέτες όπου συνέθεσαν μελοδράματα εμπνευσμένα από την πρόσφατη ή όχι ιστορία του τόπου, όπως ο «Μάρκος Μπότσαρης», η «Κυρά Φροσύνη», η «Δέσπω, η Ηρωίς του Σουλίου» και «Μαραθών – Σαλαμίς». Συνέθεσε πολλές μελωδίες – κομμάτια για πιάνο, τραγούδια και μια 4φωνη Λειτουργία. Αναφορικά με τη δισκογραφία τόσο του Καρρέρ όσο και των υπόλοιπων συνθετών έργα των οποίων ακούστηκαν σε όλες τις φετινές Ελληνικές Μουσικές Γιορτές, υπάρχει συντεταγμένη και δημοσιευμένη στο συνολικό πρόγραμμα, από τον αγαπητό μας μουσικογράφο και συνεργάτη Θωμά Ταμβάκο. Έναν ακούραστο μουσικό ερευνητή, το σημαντικότατο Αρχείο του οποίου, αναφορικά στους Έλληνες συνθέτες, ανέρχεται σε πάνω από 2.800 ονόματα και ομοίως άνω των 1.440 Ελλήνων της διασποράς, των οποίων διαθέτει έργα σε έντυπη, ηχητική ή άλλη μορφή.

Αρχικώς ακούσαμε από τη σοπράνο Ελένη Σταμίδου το τραγούδι «Το ρόδον της αγάπης» ένα από τα δημοφιλή του Ζακυνθινού μας βάρδου, ενώ μετά ο βαρύτονος Κωστής Ρασιδάκης μας έδωκε την πασίγνωστη άρια του «Γεροδήμου» σε στίχους Αριστοτέλη Βαλαωρίτη της α΄ πράξης της 4πρακτης όπεράς του «Μάρκος Μπότσαρης». Όπως γράφει ο Λεωτσάκος, η συγκεκριμένη άρια είχε τόση επιτυχία που σύντομα όλοι θεωρούσαν πως πρόκειται για δημοτικό τραγούδι. Χιλιοτραγουδισμένη ζωντανά και σε studio από αρκετούς Έλληνες βαρυτόνους ή μπάσσους μεταξύ άλλων τους Νίκο ΜοσχονάΝίκο ΖαχαρίουΜιχάλη ΒλαχόπουλοΔημήτρη Καβράκο και Γιώργο Παππά, αλλά και τους τενόρους Οδυσσέα Λάππα και Γιάννη Αποστόλου.

Η συναυλία έκλεισε με 6 χορούς. Αναλυτικότερα 4 πόλκες [i. “L’ Albanese”, ii. “Validé”, Πόλκα αρ.1 της συλλογής «Les Belles Armènes (Οι Ωραίες Αρμένισσες)», iii. «Melitza», Πόλκα αρ.2 της συλλογής «Les Belles Armènes (Οι Ωραίες Αρμένισσες)», iv. «La Pettergola (Η Φλύαρη)», Πόλκα αρ.6], 1 πόλκα – μαζούρκα (“Alexandra”) και 1 μπριγιάντε γκαλόπ (ελληνιστί ο καλπασμός) “Furia” (Ορμή). Κομμάτια όλα τους για πιάνο ανακαλυφθέντα από τον Κώστα Σαμοΐλη το 1981 στην Κέρκυρα, μισά σε μορφή χειρογράφου αγνώστου πατρότητος, μισά τυπωμένα από τον Μιλανέζο εκδοτικό οίκο “Canti”. Η πόλκα – μαζούρκα μάλιστα «Αλεξάντρα» προέρχεται από «λεύκωμα» της Βασιλίσσης Όλγας και όπως γράφει ο Λεωτσάκος αναφέρεται μάλλον στην πριγκίπισσα Αλεξάνδρα, το τρίτο παιδί του Γεωργίου Α΄ και της Όλγας. Όσο για τις ενοργανώσεις του Κώστα Σαμοΐλη αποκλειστικά για το Συγκρότημα, δεν είναι υπερβολή να πούμε πως πρόκειται για αριστοτεχνήματα τα οποία είναι τόσο καλοδουλεμένα και σμιλευμένα ανάγλυφα, όπως αρμόζει στο στυλ της εποχής, κάνοντας χρήση και κρουστών οργάνων που δίνουν απολύτως το δέον ύφος, όπως το μαστίγιο, το ντέφι, το τρίγωνο, η σειρήνα κ.ά.

Τίλμπουρχ Ολλανδίας, 23-25 Απριλίου 2010
Ξαναδούλεμα 15 Μαΐου 2010
 
Χρήστος Ηλ. Κολοβός
Βιολονίστας-Ερευνητής

Υ.Γ.: Στην αρχή της συναυλίας, ο ομιλών τότε και γράφων τώρα, ανήγγειλε στο πολυπληθές και αρκετά ενθουσιώδες ακροατήριο ─στο οποίο παρευρίσκονταν αρκετοί συνάδελφοι μουσικοί παλαίμαχοι και μη, αλλά και άλλοι, όπως ο κοντραμπασσίστας Ανδρέας Ροδουσάκης, οι κλαρινεττίστες Χαράλαμπος Φαραντάτος και Νίκος Γκίνος, οι βιολονίστες Σπύρος Στεργίου και Βύρων Καψάλης, τα παλαιά μέλη του Συγκροτήματος ο τρομπεττίστας Σωκράτης Άνθης και ο φαγκοττίστας Σπύρος Καζιάνης, ο αρχιμουσικός Ηλίας Βουδούρης, η κόρη του Διονυσίου Βισβάρδη, Ράνια Βισβάρδη, οι πιανίστριες Δανάη Καρά, Έφη Παπαθωμαΐδου, Μέμα Ειρηναίου και Μάρω Μαύτα, οι λυρικές τραγουδίστριες Τζένη Δριβάλα και Ινές Ζήκου, το α΄ τσέλλο της Ε.Λ.Σ. Μαρίνα Κολοβού, ο συνθέτης Βασίλης Δέλλιος, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Μουσουργών συνθέτης και θεωρητικός Νικηφόρος Νευράκης και ο αντιπρ/δρος ιατρός και μουσικός Γιάγκος Γεωργακόπουλος, ο μουσικολόγος – ερευνητής Γιώργος Λεωτσάκος, αλλά και ο λογοτέχνης Κώστας Βαλέτας─ μίαν έκπληξη που θα ελάμβανε χώρα στο τέλος της συναυλίας. Μετά τη λήξη της λοιπόν, ο ομιλών άρχισε σιγά-σιγά να αποκαλύπτει την πολυπόθητη έκπληξη. Αυτή ήταν ένα τραγούδι παρμένο από Ελληνική οπερέττα του μεσοπολέμου του Κερκυραίου συνθέτη Στάθη Μάστορα. Η οπερέττα ήταν η πασίγνωστη «Ριρίκα» μας, το ντουέττο της οποίας ερμήνευσαν οι σολίστες της βραδυάς με τη συνοδεία του Συγκροτήματος και σε θαυμάσια ενοργάνωση του Αλέκου Κάτσιου. Στο κοινό δόθηκαν στοιχεία για το συνθέτη, το έργο και την πρώτη διδάξασα, χωρίς όμως να αποκαλύψουμε τον τίτλο! Το κοινό ενθουσιάστηκε από την ανάκρουση ήδη των πρώτων μέτρων και όπως ήταν αναμενόμενο, στο «ρεφραίν» τραγουδούσαμε όλοι παρέα με τους καλλιτέχνες. Μετά τη λήξη του, μέλη του Συγκροτήματος επισφράγισαν την εκπληκτική αυτή βραδυά με το ρίξιμο στην αίθουσα αποκριάτικων «κομφετί» δίνοντας έναν τόνο αισιοδοξίας, χαράς, ζωντάνιας και άρωμα άλλων ξέγνοιαστων εποχών. Το τραγούδι ακούσθηκε και δεύτερη φορά.

Ο Κερκυραίος Στάθης Μάστορας (1893-1943) υπήρξε συνθέτης φημισμένων οπερεττών και ποιητής. Επίσης, καθηγητής φυσικομαθηματικών. Ένα από τα μεγάλα του σουξέ και η οπερέττα του «Πίτσα – Πιπίτσα». Από τον Μάστορα πρέπει να συγκρατήσουμε ένα γεγονός. Σας το δίνω όπως το παρουσιάζει ο Καλογερόπουλος στο Λεξικό του της Ελληνικής Μουσικής. Στις 14.9.1943, ενώ μια γερμανική περίπολος στην Άνω Βιάννο της Κρήτης οδηγούσε 200 πατριώτες για εκτέλεση, 2 από αυτούς κατάφεραν να δραπετεύσουν. Τότε οι Γερμανοί τούς αντικατέστησαν με 2 τυχαίους περαστικούς και όλα τακτοποιήθηκαν «κατ’ ευχήν», όπως θα έγραφαν και οι πολιτισμένοι συμπατριώτες τους […]. Ο ένας από αυτούς τους περαστικούς έτυχε να είναι ο τότε γυμνασιάρχης Βιάννου, γνωστός μουσικός της «ελαφράς» και διανοούμενος Στάθης Μάστορας, που τουφεκίστηκε αξιοπρεπής και στωικός ως πραγματικά πολιτισμένος (δηλαδή ως Έλλην) χωρίς να καταδεχθεί να κάνει χρήση ούτε της αθωότητάς του, ούτε της δημόσιας ιδιότητάς του ούτε καν της πολύγλωσσης (και εν πολλοίς γερμανόφωνης) παιδείας του.

Η «Ριρίκα» του προέρχεται από την ομώνυμη οπερέττα σε λιμπρέττο Ιωάννη Πρινέα, έχει 3 πράξεις και αργότερα έγινε και ταινία.

Πρώτη διδάξασα υπήρξε μια από τις πρώτες πρωταγωνίστριες της Ελληνικής οπερέττας η Μαρία Κούρμη, η οποία υπήρξε και γιατρός. Σημειώνουμε ότι «Οι Απάχηδες των Αθηνών» με πρωταγωνίστρια την ίδια ανέβηκαν 1.221 βραδιές και «Η Γυναίκα του δρόμου» γράφτηκε ειδικά γι’ αυτήν. Λέγεται μάλιστα πως ένα βράδυ του Ιούλη του 1932 επρόκειτο να παίξει «Το Διαβολόπαιδο» του Σακελλαρίδη υπό τη διεύθυνση του συνθέτη στη Θεσσαλονίκη και λίγο πριν την έναρξη ειδοποιήθηκε τηλεγραφικώς πως πέθανε το παιδί της… Έκανε την παράσταση και αξιοπρεπώς λόγω συνθηκών τραγούδησε την αριέττα «Γιατί φεύγεις λοιπόν και μ’ αφήνεις», ενώ όλος ο θίασος έκλαιγε πίσω από τις κουΐντες χωρίς να καταλάβει τίποτα το κοινό. Αυτή είναι δυστυχώς η ζωή του καλλιτέχνη!…

Βιβλιογραφία

  • Καλογερόπουλος Τάκης, Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής «Απ’ τον Ορφέα έως Σήμερα», Εκδ. Γιαλλελής, Αθήνα, 1998
  • Λαυράγκας Διονύσιος, Τ’ Απομνημονεύματά μου, Εκδ. Γκοβόστης, Αθήναι, 1939
  • Λεωτσάκος Γεώργιος, Η Επτανησιακή Σχολή· Τα έργα του CD και οι Συνθέτες τους (από το ένθετο του CD με έργα Επτανησίων Συνθετών ερμηνευμένα από το Συγκρότημα Μουσικής Δωματίου «Νικόλαος Μάντζαρος»), Eκδ. Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Ηρακλείου, Αθήνα, 1985
  • Μοτσενίγος ΣπύροςΝεοελληνική Μουσική, Αθήναι, 1958
  • Ράπτης Μιχάλης Αλ., Επίτομη Ιστορία του Ελληνικού Μελοδράματος και της Λυρικής Σκηνής 1888-1988, Εκδ. Κτηματική Τράπεζα – Λιβάνης, Αθήνα, 1989
Πηγές

Βιογραφικό Σημείωμα

Ο Χρήστος Κολοβός γεννήθηκε στην Αθήνα (1979) και κατάγεται από μουσική οικογένεια. Βιολονίστας (απόφοιτος των Σχολών Ιωάννη Τζουμάνη, Ωδείο Αθηνών και Florian Donderer, Prins Claus Conservatorium-Groningen) και εν δυνάμει διευθυντής ορχήστρας [Μεταπτυχιακός σπουδαστής του Fontys Conservatorium- Tilburg (τάξεις: Arjan Tien και Lucas Vis)].

Διετέλεσε μέλος της Συμφωνικής Ορχήστρας Καλαμάτας (1998-2003), διαφόρων ορχηστρικών συνόλων (Ε.Λ.Σ. κ.ά.) και μουσικής δωματίου, εμφανιζόμενος σε Ελλάδα, Τουρκία, Ολλανδία και Γερμανία. Ως ρεσιταλίστ εμφανίζεται τακτά σε Ελλάδα και Ολλανδία, ενώ το 2000 ίδρυσε το <<Κουαρτέττο Εγχόρδων Κυδωνιάτης>>. Στα 2003-2008 αποτέλεσε μόνιμο duo με τον πιανίστα Τίτο Γουβέλη. Έχει δώσει πρώτες εκτελέσεις έργων Ελλήνων και ξένων συνθετών.

Οργανώνει και επιμελείται τακτικά εκδηλώσεις για Έλληνες συνθέτες και ιδίως για τον Κων/νο Κυδωνιάτη. Στα 1998-2008 εργάσθηκε για την αρχειοθέτηση του έργου τού συνθέτη. Συνέταξε τον <<Πλήρη και Λεπτομερειακό Κατάλογο των Έργων>> του Κυδωνιάτη και συνέγραψε τη βιογραφία του Μιλτιάδη Καρύδη (<<Πολυφωνία>>, Τ.4 & Τ.14, Άνοιξη 2004 & 2009, Εκδ. Κουλτούρα). Επιμελήθηκε την έκδοση και συνέγραψε τα κείμενα διπλού CD με ιστορικές ηχογραφήσεις του Κυδωνιάτη “accompagnateur” (Αθήνα, 2009). Συνεργάσθηκε επί μια 10ετία με τον Τάκη Καλογερόπουλο σε διάφορα μουσικολογικά συγγράμματα και το Γεώργιο Φ. Κατραλή στη Βιοεργογραφία του Κυδωνιάτη (Εκδ. Παρουσία). Έχει εργασθεί ως “tonmeister”. Εργάζεται και ως επιμελητής-διορθωτής εκδόσεων κυρίως έργων Κυδωνιάτη. Έχει δώσει διαλέξεις για τη Νεοελληνική Έντεχνη Μουσική στο Παν/μιο του Αμστερντάμ και στο Χρόνινγκεν. Αρθρογραφεί τακτικά σε διάφορες εφημερίδες και μουσικολογικά περιοδικά (<<Νέα Γνώμη της Καλλιθέας>>, <<Ριζοσπάστης>>, Πολύτονον, Πολυφωνία κ.ά.).

Δίδαξε στο Μουσικό Γυμνάσιο και Λύκειο Ιλίου (2001-2003).

Διετέλεσε εξάρχων της Amsterdam Symphonie Orkest “Con Brio” (2007-2008).

Οπτικοακουστική κάλυψη: Location Sound