Σήμερα, αυτή την εξαιρετικά δυσοίωνη εποχή της πανδημίας εξαιτίας του κορονοïού, ακούγονται διάφορα φάρμακα για την αντιμετώπισή της μεταξύ αυτών και η κολχικίνη. Θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε το φυτό, τη δρόγη του και την κύρια δραστική ουσία, το γνωστό αυτό από την αρχαιότητα αλκαλοειδές.
Ως αρχή, αφετηρία μας ο μύθος,ακόμη πιο παλιός και από αυτόν της Τροίας, αυτή η αόρατη κλωστή η οποία ενώνει την Αργώ, το πρώτο στην ιστορία πλοίο, τον Ιάσονα, τη Μήδεια και την πατρίδα της την Κολχίδα[σημερινή Γεωργία] καθώς και το φυτό Κολχικό.
Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, Αλεξανδρινός ποιητής του 3ου π.Χ. αιώνα στα ”Αργο-ναυτικά”του ιστορεί πως ”όταν οι Αργοναύτες θα έβλεπαν τις εκβολές του ποταμού Φάσιδος θα είχαν φτάσει στην Κολχίδα που βρίσκεται στην εσχατιά της θάλασσας και της στεριάς. Εκεί ο Ιάσων, με τη βοήθεια της Μήδειας θα νικήσει τον Δράκο και θα αποκτήσει το χρυσόμαλλο δέρας προκειμένου να το φέρει στην Ελλάδα. Είναι ο όρος του σφετεριστή βασιλά της Ιωλκού Πελία για να πάρει πίσω τον θρόνο του πατέρα του Αίσονα. Το φάρμακο της Μήδειας ήταν ένα βάλσαμο από το αίμα του Προμηθέα που στάλαξε στον Καύκασο .Εκεί άνθισε ένα λουλούδι, το Κολχικό, στο χρώμα του κρόκου και από τον χυμό της ρίζας του η Μήδεια έφτιαξε ένα πανίσχυρο φίλτρο. Τις μαγικές-θεραπευτικές ικανότητες της Μήδειας μαρτυράει η συγγένειά της με την Κίρκη-αδελφή του πατέρα της Αιήτη- και την Εκάτη, όπως η ίδια καυχιέται.
Στην τραγωδία του Ευριπίδη ”Μήδεια”η Κολχίτισσα, όπως την αποκαλεί, συναντά τον άτεκνο βασιλιά της Αθήνας Αιγέα ο οποίος επιστρέφει από το μαντείο των Δελφών όπου πήγε για να ζητήσει χρησμό προκειμένου να αποκτήσει διάδοχο. Του λέει λοιπόν:
”Το άγονο σπέρμα εγώ θα σου γιατρέψω
και θα σε κάμω να γεννήσεις πλήθος τέκνα
από τέτοια βότανα γνωρίζω”
Εδώ το βότανο είναι φάρμακο, μέσον θεραπευτικό, αλλά η ”φαρμακίς ”Μήδεια στη συνέχεια ομολογεί:
”Με φαρμάκια θα’ χω ποτίσει τα χαρίσματα
που στέλνω στην αντίζηλή μου[στεφάνι και πέπλο]”.
Μόλις η Γλαύκη, σύζυγος του Ιάσονα, για την οποία ο Ιάσων πρόδωσε τη Μήδεια, προκαλώντας την τραγική του μοίρα,τα φόρεσε, κυκλώθηκε από μαγική φωτιά και πέθανε φριχτά, το ίδιο και ο πατέρας της Κρέων, βασιλιάς της Κορίνθου καθώς την αγκάλιασε για να την συντρέξει.
Εξάλλου το ρήμα ”μήδομαι” που σημαίνει στοχάζομαι, συλλογίζομαι, μηχανεύομαι, επινοώ, φροντίζω, θεραπεύω και θεραπεύομαι έχει την ίδια ρίζα με τη Μήδεια.
Όταν λοιπόν οι Αργοναύτες επέστρεψαν στην Ιωλκό με το ερωτευμένο ζευγάρι Ιάσων- Μήδεια, η ”παμφάρμακος ξείνα” όπως την έλεγαν ,έφερε μαζί της τους βολβούς του φυτού” Κολχικό”. Προφανής η καταγωγή του από τη μακρινή Κολχίδα.
Πολλά είδη του γένους αυτού είναι δηλητηριώδη αλλά το πλέον τοξικό είναι το ”φθινοπωρινό’.Τα κοινά του ονόματα είναι αγριόκρινο και χιονίστρα. Φυτρώνει στη Δυτική Ευρώπη, στη Βόρεια Αφρική και στον Νότιο Καύκασο μέσα σε λειμώνες. Αναπτύσσεται από βολβούς, με ασυνήθιστο κύκλο ζωής, οι οποίοι από το τέλος του Αυγούστου και μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου αναπτύσσουν χαρακτηριστικά μακρυόμισχα ιώδη άνθη. Τα άνθη βρίσκονται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους κάτω από το έδαφος, προστατευμένα από το κρύο του χειμώνα. Την επόμενη άνοιξη βλασταίνουν τα λογχοειδή, χυμώδη, βαθυπράσινα φύλλα και μεταξύ τους ωριμάζει η ωοθήκη, που μετασχηματίζεται σε τρίχωρη καστανή κάψα, σε κάθε χώρο της οποίας περικλείονται πολυάριθμα μελανοκαστανά, σχεδόν σφαιρικά ή ωοειδή σπέρματα.
Τα σπέρματα αυτά είναι η δρόγη [δρόγη στη Φαρμακογνωσία ονομάζεται το τμήμα του φυτού, του ζώου ή του ορυκτού που χρησιμοποιείται ως φάρμακο] του Κολχικού, τα Semina Colchici.Έχουν διάμετρο2-3 χιλ.[1000 σπέρματα ζυγίζουν 2,7-5,8 γρ.], 17% λιπαρό έλαιο, 5% σάκχαρο, δεψικές ύλες στον φλοιό,ίνουλίνη, κόμμι, άμυλο και το κυριότερο συστατικό, το αλκαλοειδές κολχικίνη.Καθαρή κολχικίνη απομονώθηκε το 1886 από τον Zeisel. To 1950 οι Santavy και Reichstein εκτός από την κολχικίνη περιέγραψαν και δευτερεύοντα αλκαλοειδή όπως η δεμεκολχίνη και η ουσία U.
Ο βασικός σκελετός των αλκαλοειδών του Κολχικού αποτελείται από δακτύλιο τροπολόνης συνδεδεμένο με δακτύλιο κυκλοεπτατριενολόνης. [σχ.1].Χαρακτη-ριστικό της κολχικίνης είναι ότι δεν έχει βασικό χαρακτήρα επειδή το άζωτο του μορίου της ανήκει σε πρωτοταγή ακετυλιωμένη αμινοομάδα, δεν είναι δηλαδή αρωματικό.Βιοσυνθετικά, η κολχικίνη προέρχεται από τα αμινοξέα φαινυλαλα- νίνη, τυροσίνη και μεθειονίνη.
Χημικός τύπος κολχικίνης
σχ. 1
Η Ελληνική Φαρμακοποιία ΙΙΙ έχει εκτενή μονογραφία τόσο της κολχικίνης όσο και των δισκίων ή κοκκίων Compressi colchicini.
Αναλυτικά αναφέρονται:
-Περιγραφή. Φυλλίδια, ή κόνις κρυσταλλική ή άμορφη, ωχροκίτρινη, άοσμη γεύσης πικρής, πολύ τοξική. Κατά την έκθεση στο φως το χρώμα της γίνεται σκοτεινότερο [σύμφωνα με τον Γ. Φωκά μετασχηματίζεται σε άλλη ουσία η οποία δεν περιέχει τον πυρήνα της τροπολόνης].
-Διαλυτότητα. Διαλύεται σε 25 μ. νερού, στην αιθανόλη και το χλωροφόρμιο, είναι δυσδιάλυτη στον αιθέρα και στον πετρελαïκό αιθέρα.
-Έλεγχος ταυτότητας με θειικό οξύ, αιθανόλη.
-Αντίδραση. Το υδατικό διάλυμα είναι ουδέτερο.
-Ειδική στροφή. Μέτρηση του ελεύθερου διοξειδίου του άνθρακος.
-Έλεγχος καθαρότητας.Χρησιμοποιείται χλωροφόρμιο, χλωριούχος σίδηρος.
-Τέφρα. Όχι πλέον του 0.1%
-Ξήρανση. Όχι πλέον του 3%
-Διατήρηση. Σε καλά κλεισμένα δοχεία, μακριά από το φως.
Στα δισκία ή κοκκία γίνεται έλεγχος ταυτότητας και περιεκτικότητας σύμφωνα με τις προδιαγραφές της ΕΦ ΙΙΙ. Διατηρούνται όπως και η κολχικίνη.
Χρήσεις
Στην ιατρική η κολχικίνη χρησιμοποιείται στη θεραπεία της ουρικής αρθρίτι-δας-μειώνει την απόθεση των ουρικών κρυστάλλων στις αρθρώσεις-στον οικο- γενή μεσογειακό πυρετό, ως αντιφλεγμονώδες στην περικαρδίτιδα και ως αναλγητικό[οδονταλγία]. Επειδή πρόκειται για ισχυρό δηλητήριο η θεραπεία απαιτεί τακτική ιατρική παρακολούθηση.
Παρεμποδίζει την κυτταρική διαίρεση κατά το στάδιο της μίτωσης και χρησιμοποιείται στην αναπαραγωγή των φυτών για την παραγωγή πολυπλοειδών οργανισμών.Η πολυπλοειδία μεταβάλλει τις ιδιότητες των οργανισμών αυτών και, στις περισσότερες περιπτώσεις ,όλα ή ορισμένα όργανα μεγενθύνονται.Επίσης επηρεάζεται, θετικά ή αρνητικά, η περιεκτικότητα σε δραστικά συστατικά ενώ είναι δυνατόν να υπάρξουν και ποιοτικές διαφοροποιήσεις. Η πολυπλοειδία είναι μετάλλαξη.
Η κολχικίνη αναστέλλει τη διαίρεση ζωικών κυττάρων, δεν χρησιμοποιείται ωστόσο κατά των νεοπλασμάτων εξαιτίας της μεγάλης της τοξικότητας. Η δεμε-κολχίνη, ως περισσότερο ασφαλής, χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της χρόνιας μυελογενούς λευχαιμίας και των κακοήθων λεμφωμάτων.
Αναφέρονται τα εξής Γαληνικά σκευάσματα στη βιβλιογραφία:
Vinun [οίνος] ,Acetum [οξύποτο], Extractum [εκχύλισμα] και Tinctura [βάμμα] Colchici. Κυρίως χρησιμοποιείται το βάμμα. Όλα τα παραπάνω σκευάσματα πρέπει να είναι τιτλοποιημένα για να υπάρχει σταθερή, ασφαλής δοσολογία.
Σύμφωνα με τη Φαρμακοïστορία το Κολχικό είναι γνωστό από αρχαιοτάτων χρόνων. Ο Διοσκουρίδης αναφέρει ένα ”δηλητηριώδες Κολχικό προερχόμενο από τη Μαύρη Θάλασσα. Το 1618 γίνεται αναφορά των βολβών στη Φαρμακοποιία του Λονδίνου οι οποίοι από το 1820 αντικαθίστανται από τα σπέρματα.
Βιβλιογραφία
- Γ. Κ. Φωκά, Φαρμακογνωσία, Θεσσαλονίκη, 1974
- Γ. Α. Βάρβογλη, Νικολάου Ε. Αλεξάνδρου, Οργανική Χημεία, Θεσσαλονίκη, 1967
- Ελληνική Φαρμακοποιία, Έκδοσις ΙΙΙ, Αθήνα 1974
- Π. Χ. Δορμπαράκη, ΕΠΙΤΟΜΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Εστία-Κολλάρος, Αθήνα, 1995
- Gunnar Samuelsson, Φαρμακευτικά προïόντα φυσικής προελεύσεως, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996
- Andrea Macrolongo, Το μέτρο του ηρωισμού, Πατάκης, Αθήνα 2018
- Σπύρος Σπυρόπουλος, Η γυναίκα του άλλου μύθου, Gutenberg, Αθήνα 2015
- Ιγν. Ζαχαροπούλου, Σύγχρονη πλήρης θεραπευτική με τα βότανα, Αθήνα 2003
- Ευριπίδης, Μήδεια, Κάκτος, Αθήνα 1994
- Χριστίνα Γ. Φλόκα, Η Φαρμακογνωσία του Οδυσσέα Ελύτη, Νησίδες, Σκόπελος, 1998
Χριστίνα Γ. Φλόκα