Το Πάσχα εφέτος ήταν όψιμο, αρχές Μαΐου. Η άνοιξη είχε μπουκάρει για τα καλά σε κάθε πλαγιά, σε κάθε λιβαδάκι, ακόμη και οι στέρνες χορτάτες από τα χειμωνιάτικα χιόνια και τις βροχές του Φλεβάρη γέμισαν στην πράσινή τους επιφάνεια ψιλά-ψιλά ανθάκια που έμοιαζαν κρυστάλλινα καθώς ο μαγιάτικος ήλιος έπεφτε πάνω τους κατακόρυφα και τα πύρωνε. Κι αυτά ζαλισμένα έβγαζαν εκείνη τη χαρακτηριστική οσμή, υγρή και βαριά, μισοσαπισμένη, ισομεθυστική.
Μετά του Θωμά, με το τέλος της διακαινησίμου, όλα τα σχολιαρόπαιδα ξαναγύρισαν στα θρανία, άλλα χαρούμενα για τη συνέχεια της μάθησης από αγαπημένα βιβλία και αγαπητό δάσκαλο, άλλα βαριεστημένα και νωθρά, δυσκολοπροσάρμοστα ακόμη στον σχολικό, ξανά, εξαναγκασμό. Όλα τους όμως χορτάτα από τις πασχαλινές λιχουδιές, τσουρέκια με δίκροκα αυγά και φρέσκο αγελαδινό βούτυρο στη ζύμη, φλαούνες παραγεμισμένες με ανάλατη μυζήθρα, σταφίδες ξανθές και σουσάμι, πασπαλισμένες με χοντρή ζάχαρη και κανελογαρίφαλο.
Η κυρία Μαριγούλα, δασκάλα έμπειρη- χρόνια τώρα παίρνει την Τρίτη Δημοτικού, την πιο δύσκολη τάξη όπως πολλοί παραδέχονται-είδε τον λαμπρό ήλιο και την πασίχαρη φύση και αποφάσισε να κάνει το μάθημα, το πρώτο μετά τις διακοπές, στο ύπαιθρο. Συνεννοήθηκε με τον κύριο Γρηγορίου, τον διευθυντή, χωρίς να δυσκολευτεί επειδή αυτή την τακτική την εφάρμοζε εδώ και χρόνια, πήρε τη σφυρίχτρα που πάντα κουβαλούσε, στίχισε σε τριάδες μαθητές και μαθήτριες και ήσυχα-ήσυχα βγήκαν στην αυλή. Έδωσε με ύφος αυστηρό τις απαραίτητες οδηγίες, να μην απομακρυνθεί κανείς από την ομάδα, να παίξουν μονιασμένα, όποιος δεν έφερε κολατσιό από το σπίτι του να πάρει κουλούρι από τον επιστάτη τον κυρ-Στέλιο σε χρέωσή της και τέλος στο τρίτο σφύριγμα, εννοώ στο τρίτο και τελευταίο, είπε, σφύριγμα, όλοι και όλες εδώ, μπροστά της, για να γυρίσουν πίσω.
Πρώτα ξεκίνησαν τα πιο κοντά και μικροκαμωμένα παιδιά, στη μέση όσα είχαν την κανονική για την ηλικία τους ανάπτυξη και πίσω, στο κλείσιμο της πομπής η Πόπη, ο Στάθης και η Φανούλα, οχτάχρονα που έμοιαζαν με δωδεκάχρονα σε μπόι και σωματική διάπλαση.
Όταν πέρασαν και το τελευταίο σπίτι του χωριού, μια στάνη στην ουσία που ο μπάρμπα Κώτσος την είχε διαμορφώσει σε θερινό τσαρδάκι του, τα παιδιά χαλάρωσαν, ξέσφιξαν τα χέρια που τα ανάγκαζαν να περπατούν συντεταγμένα, έσμιξαν το καθένα με την παρέα του και έπιασαν το αγαπημένο τους τραγούδι: ”ήταν ένα μικρό καράβι που ήταν αααταξίδευτο…”. Απολάμβαναν τη διαδικασία να ”ξεφωνίσουν μελωδικά, να απαγγείλουν τραγουδιστά τους πικρούς στίχους χωρίς να ξέρουν πως ο κλήρος που πέφτει στον γενναίο για να φαγωθεί ήταν βγαλμένος από τη φριχτή πραγματικότητα”. Δεν ήξεραν τίποτε ακόμη για το φαλαινοθηρικό ”Έσσεξ”από το Ναντάκετ της Μασαχουσέτης και όσα φοβερά ακολούθησαν καταμεσής του ωκεανού μεταξύ των αντρών του πληρώματος.
Σαν έφτασαν στο μεγάλο πεύκο που δεσπόζει στο αλώνι της Ελενίτσας της Γκαβαράπαινας πού μυαλό για μάθημα. Ξαμολήθηκαν άλλα στο κρυφτό, άλλα στο κυνηγητό. Μόνον η τριάδα Πόπη-Στάθης-Φανούλα έμεινε αμέτοχη και αδιάφορη. Η Πόπη στη διαδρομή τούς είχε μαρτυρήσει το σχέδιό της και λέγε-λέγε τους έπεισε να το σκάσουν από την επιτήρηση της κυρίας Μαριγούλας και να χωθούν στο διπλανό δασάκι. Στο ποταμάκι του που το χόρταινε με νερό την άνοιξη ένας μικρός καταρράκτης κόαζαν δεκάδες βατράχια, ωραία θα ήταν να πιάναμε καναδυό να τα ρίξουμε στην τσάντα της δασκάλας, γέλια που θα κάναμε…..είπε.
Ο Στάθης και η Φανούλα συμφώνησαν, η αθωότητα υπερίσχυσε της ανήλικης λογικής και η λαχτάρα για περιπέτεια έκαμψε και τον τελευταίο δισταγμό.
Το κομμάτι τσουρέκι του Στάθη-η μάνα του ήταν η πρώτη τεχνίτρα στο πλάσιμο, τέσσερα αυγά η συνταγή;έξη έβαζε εκείνη και φούσκωναν δυο σπιθαμές και από γεύση…-το μοιράσατηκαν ακριβοδίκαια και μπήκαν στο δασάκι. Αντί όμως για βατραχάκια αντίκρυσαν ”το υπέροχο θέαμα”. Και στις δύο όχθες αρδευότανε ένα χαλί από χαμομήλια, κιτρινόλευκο με πράσινες πινελιές, μοσχοβολιστό, απαλό στα μάτια σαν χάδι σε κοντοκουρεμένο κεφάλι αγοριού.
Ξυπολυτήθηκαν βγάζοντας άτσαλα κάλτσες και παπούτσια, μπήκαν ως τα γόνατα στο νερό και παρασυρμένα από την πρωτόγνωρη ευχαρίστηση πήραν να ακολουθούν το ρεύμα πατώντας στις μεγάλες γλιστερές κροκάλες με γέλια και ξεφωνητά, ευφραινόμενα από τη νερένια επαφή και την ευωδιά της μικρής ανθισμένης πόας που μύρωνε τον αέρα κάθε φορά που μια παιδική πατούσα συνέθλιβε και λίγα ανθάκια.
Γελώντας και ξεφωνίζοντας πήγαν, πήγαν, πήγαν, ώσπου το ποταμάκι έκανε μια δεξιά απότομη στροφή και χάθηκε ανάμεσα στις γέρικες οξιές και τις λιγνές καστανιές. Λογάριαζαν να μαζέψουν πολλά χαμομήλια,η Πόπη για το χαμομηλόνερο με το οποίο την έλουζε η συνονόματη γιαγιά της για να ξανοίξουν κι άλλο οι ξανθές της μπούκλες, η Φανούλα για να το βράζουν και να πίνουν το ζουμί όταν πονάει η κοιλίτσα τους, όσο για τον Στάθη, δεν ήξερε ακριβώς τι θα το έκαναν στο σπίτι, ωστόσο θα γέμιζε τις χούφτες, το γιλέκο του και το πάνινο σακούλι που έβαζε το δεκατιανό του με αυτά τα κοντούλικα ανθάκια, παιδιά του νερού και της άνοιξης. Όμως με τρόμο κατάλαβαν πως ο ήλιος ξαφνικά χάθηκε και σκόρπια σύννεφα συνωστίζονταν στον ουρανό ποιο να πρωτοσυνεισφέρει στην ανοιξιάτικη μπόρα.
Η Πόπη, αρχηγός της αταξίας, έβαλε τα κλάματα και την ακολούθησαν γοερά ο Στάθης και η Φανούλα.
Το βρόχινο νερό αρμυρισμένο από τα δάκρυά τους έσμιξε με το ποταμίσιο χωρίς όμως να καταφέρει να στείλει τις παιδικές κραυγές στα αυτιά της αναστατωμένης κυρίας Μαριγούλας.
Μόνον ο μπάρμπα Κώτσος με τα επτά κατσικάκια του κουρνιασμένος κάτω από μια οξιά τα άκουσε. Αψηφώντας το νερό που έπεφτε με το τουλούμι τα βρήκε, τα παρηγόρησε και τα έμπασε στο τσαρδάκι του. Αφού τα στέγνωσε όπως και όσο μπορούσε άναψε το καμινέτο, έβρασε στο μεγάλο μπρίκι νερό και τους έψησε από ένα χαμομήλι με δυο γεμάτες κουταλιές ζάχαρη.
Εκεί τους βρήκαν η τρομαγμένη δασκάλα τους και οι αλαφιασμένοι γονείς τους, εκεί άκουσαν τους στεναγμούς ανακούφισης ανάκατους με μαλώματα και φοβέρες, εκεί η Πόπη, ο Στάθης και η Φανούλα έφαγαν τον πρώτο και μοναδικό μπάτσο της σχολικής τους ζωής από τον κύριο Γρηγορίου. Δεν έβγαλαν άχνα. Ίσως επειδή τούφες χαμομήλια είχαν μπερδευτεί ανάμεσα στη γλώσσα, τα δόντια και τα χείλη τους.-
Χαμομήλι
Matricaria chamomilla,οικογένεια Compositae
Chamomole, Wild chamomile, Matricaria
Κοινά ονόματα
χαμομήλι, χαμαίμηλο, χαμομηλιά, ασπρολούλουδο, παναϊρίτσα, λουλούδι τ’Αη Γιώργη, λινάκι, μαρτολούλουδο.
Το χαμομήλι είναι ένα από τα πιο γνωστά αυτοφυή φυτά σε όλο τον κόσμο, φημισμένο από την αρχαιότητα για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες. Φύτρωσε ως ζιζάνιο στους αγρούς της Ευρώπης και της Ασίας και με τα σιτηρά μεταφέρθηκε στην Αμερική και στην Αυστραλία. Παλιότερα χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά το αυτοφυές αλλά σήμερα το καλλιεργούν σχεδόν παντού.
Περιγραφή
Είναι φυτό μονοετές με λείο, όρθιο, πολύκλαδο βλαστό ύψους 10-15 εκ. και φύλλα σχιστά σε σχήμα φτερού. Τα άνθη είναι μικρά, λευκά τα επάκρια και κίτρινα τα επιδίσκια και σχηματίζουν ταξιανθίες(κεφάλια). Ανθίζει ανάλογα με την τοποθεσία από τον Απρίλιο έως τον Αύγουστο.
Κλίμα και έδαφος
Παρόλο που φυτρώνει σε όλα τα μέρη της Ελλάδας ευδοκιμεί καλύτερα σε πεδινές περιοχές με εύκρατο κλίμα, όπου τόσο τα φυτά όσο και τα άνθη είναι μεγαλύτερα από εκείνα των ορεινών περιοχών. Είναι φυτό ξερικό αλλά η εδαφική υγρασία ευνοεί την ανάπτυξή του.
Τα καλύτερα εδάφη είναι τα αμμοαργιλώδη με άφθονη οργανική ύλη. Στα σκιερά μέρη αυξάνει η περιεκτικότητά του σε χαμαζουλένιο, το σημαντικότερο και πολύτιμο συστατικό του.
Πολλαπλασιασμός
Το χαμομήλι πολλαπλασιάζεται με σπόρο, 1-2 κιλά ανά στέμμα, που σπέρνεται στο χωράφι στα πεταχτά ή με μηχανές. Για να γίνει ομοιόμορφη η σπορά ανακατεύεται με τριπλάσια ποσότητα λεπτής ποταμίσιας άμμου.
Η καλύτερη εποχή σποράς είναι το φθινόπωρο ενώ όταν σπαρεί τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο αργεί να ανθίσει και η παραγωγή είναι μικρή. Το χαμομήλι όταν
φυτρώσει αντέχει πολύ στις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα.
Το χωράφι όπου θα καλλιεργηθεί χρειάζεται καλή προετοιμασία(1-2 οργώματα και σβαρνίσματα), λίπανση με φωσφορική αμμωνία και θειικό κάλιο και βοτάνισμα τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο.
Συλλογή
Η συλλογή γίνεται όταν τα άνθη ανοίξουν τελείως, αργά το πρωί για να είναι στεγνά. Όταν δεν είναι καλά ανοιγμένα καταστρέφεται η ποιότητα επειδή κατά την ξήρανση παίρνουν χρώμα καφέ. Στις καλλιέργειες η συλλογή γίνεται τον Μάιο με ειδικές τσουγκράνες ή με χορτοκοπτικό, ακολουθεί η ξήρανση στη σκιά, σε τελάρα ή σε ξηραντήρια. Όταν το χαμομήλι συλλέγεται με χορτοκοπτικό η ξήρανση γίνεται στο χωράφι και τα φυτά μορφοποιούνται σε μπάλες, έτοιμες για το εμπόριο.
Παρασκευή και χρήσεις
Σε πολλούς ανθρώπους το χαμομήλι συνδέεται με κάποια αδιαθεσία γι’αυτό όταν λέμε ”φτιάξε μου ένα ζεστό” συνήθως εννοούμε το ρόφημα χαμομηλιού.
Είναι αντισπασμωδικό, ευστόμαχο, απολυμαντικό, τονωτικό, ανακουφίζει από το κρυολόγημα, τις κράμπες στον γαστρεντερικό σωλήνα, είναι διουρητικό, αντιπυρετικό και αντιφλογιστικό, καταπολεμά την παχυσαρκία και τη δυσκοιλιότητα, εξωτερικά επουλώνει πληγές, περιποιείται μαλλιά και δέρμα, ανακουφίζει και θεραπεύει οφθαλμικούς ερεθισμούς. Καταπλάσματα με χαμομηλόλαδο ανακουφίζουν από έντονο βήχα , ρευματικούς πόνους και ημικρανίες.
Τα δραστικά συστατικά της δρόγης είναι το αιθέριο έλαιο, με κύριο συστατικό το κυανό χαμαζουλένιο και οι πολυφαινόλες.
Χρησιμοποιείται εσωτερικά ως έγχυμα σε αναλογία 4-2 γρ.ξερής δρόγης ή ένα κουτάλι της σούπας σε ένα λίτρο νερού. Παρασκευάζεται σύμωνα με τις γενικές οδηγίες.
Εξωτερικά, είτε ως έγχυμα-πλύμα είτε ως βάμμα, όπου αντί για νερό χρησιμοποιείται αιθυλική αλκοόλη (καθαρό οινόπνευμα)βρίσκει μεγάλη εφαρμογή σε δερματικές παθήσεις.
Χριστίνα Γ. Φλόκα