Μείωση προσδόκιμου ζωής στην Ελλάδα κατά 6 μήνες, λόγω CoViD [έκθεση Κομισιόν]

Ποια εξήγηση δίνεται από τους επιστήμονες για την εξέλιξη και τι αναφέρεται για το ΕΣΥ και τις ακάλυπτες ανάγκες περίθαλψης των πολιτών.

Κατά έξι μήνες, μειώθηκε το προσδόκιμο επιβίωσης στην Ελλάδα, εξαιτίας της πανδημίας. Αν και η χώρα μας βρίσκεται πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο και επλήγη λιγότερο το 2020 από τον κορωνοϊό, η CoViD συνδέεται τελικά με έναν στους 25 θανάτους. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, οι απώλειες να είναι ακόμη περισσότερες.

Τα παραπάνω αναφέρονται, μεταξύ άλλων, σε έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα, με τίτλο “Προφίλ Υγείας 2021”. Στην έκθεση, που παρατίθεται ολόκληρη πιο κάτω, επισημαίνεται πως η Ελλάδα εξακολουθεί να εμφανίζει υψηλό ποσοστό μη καλυπτόμενων αναγκών των πολιτών της. Το έλλειμμα αφορά κυρίως όσους έχουν πιο χαμηλά εισοδήματα.about:blank0 seconds of 0 secondsVolume 0% Remaining Time-0:00FullscreenMute

Προβληματική παρουσιάζεται και η κατάσταση στα ελληνικά νοσοκομεία, στοιχείο που μπορεί να παρέχει την ερμηνεία στην περιπέτεια που βιώνει η χώρα μας με την πανδημία και τα ρεκόρ στους θανάτους. “Περίπου ένα στα τέσσερα άτομα ανέφερε ότι απέφυγε να λάβει περίθαλψη κατά τους πρώτους 12 μήνες της πανδημίας”, αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.

Προσδόκιμο ζωής

Για το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση στην Ελλάδα, οι συντάκτες της έκθεσης σημειώνουν πως το 2020 αντιστοιχούσε σε 81,2 έτη και ήταν ελαφρώς υψηλότερο από τον μέσο όρο για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (80,6). Ήταν, όμως, χαμηλότερο σε σύγκριση με τις περισσότερες χώρες της νότιας και δυτικής Ευρώπης.

Η μείωσή του κατά 6 μήνες στην Ελλάδα, είναι μικρότερη από τη μέση μείωση κατά περίπου 8 μήνες σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Το 2020, η COVID-19 “ευθυνόταν” για περίπου 5.000 θανάτους στην Ελλάδα (4% του συνόλου των θανάτων). Έως το τέλος Αυγούστου του 2021, καταγράφηκαν 8 680 επιπλέον θάνατοι, που στη συντριπτική πλειονότητά τους αφορούσαν άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω.

Το σωρευτικό ποσοστό θνησιμότητας από την COVID-19 έως το τέλος Αυγούστου, ήταν περίπου 20% χαμηλότερο στην Ελλάδα από τον μέσο όρο σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1.270 ανά εκατομμύριο πληθυσμού, σε σύγκριση με 1.590).

Ωστόσο, ο ευρύτερος δείκτης της υπερβάλλουσας θνησιμότητας, ο οποίος ορίζεται ως θάνατοι από όλες τις αιτίες σε επίπεδα πάνω από τα αναμενόμενα με βάση προηγούμενα έτη, υποδηλώνει ότι ο αριθμός θανάτων που σχετίζονται με τη νόσο COVID-19 θα μπορούσε να είναι υψηλότερος.

Σύστημα Υγείας

Σε σχέση με τη χρηματοδότηση του συστήματος Υγείας, οι συντάκτες της έκθεσης αναφέρουν πως οι κατά κεφαλήν δαπάνες Υγείας στην Ελλάδα (1.603 ευρώ) εξακολουθούν να είναι πολύ χαμηλότερες από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 7,8 % του ΑΕΠ, σε σύγκριση με 9,9 % στην ΕΕ το 2019.

Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό (35%) καταβάλλεται απευθείας από τα νοικοκυριά, κυρίως με τη μορφή συμμετοχής για φάρμακα και άμεσων πληρωμών για υπηρεσίες που δεν περιλαμβάνονται στη δέσμη παροχών.

Ιστορικά, οι δαπάνες Υγείας στην Ελλάδα ήταν χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ από το 2015 παρατηρήθηκαν μικρές, αλλά σταθερές αυξήσεις.

Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, λόγω της COVID-19 είχε επίσης ως αποτέλεσμα τη χορήγηση πρόσθετης χρηματοδότησης το 2020 για τη στήριξη του τομέα της Υγείας.

Στην έκθεση περιλαμβάνονται αποκαλυπτικές αναφορές για τη στρέβλωση του ΕΣΥ. Όπως επισημαίνεται, οι υπηρεσίες και οι δομές Υγείας συγκεντρώνονται σε μεγάλο βαθμό στις αστικές περιοχές. Πριν από την πανδημία υπήρχαν, κατά μέσο όρο, 4,2 νοσοκομειακές κλίνες ανά 1.000 κατοίκους, πολύ κάτω από τις 5,3 κλίνες που ήταν η αναλογία στην ΕΕ συνολικά.

Οι δαπάνες για νοσοκομειακή περίθαλψη ανέρχονται στα δύο πέμπτα του προϋπολογισμού για την Υγεία. Δεδομένων των συνολικά μειωμένων δαπανών της για την Υγεία, το 2019 η Ελλάδα δαπάνησε λιγότερους πόρους κατά κεφαλήν σε όλες τις υπηρεσίες του συστήματος Υγείας, σε σύγκριση με τους μέσους όρους στην ΕΕ, με εντονότερη τη διαφορά στις δαπάνες για εξωνοσοκομειακή περίθαλψη και μακροχρόνια φροντίδα.

Ακάλυπτες ανάγκες

Κατά την τελευταία δεκαετία, τα επίπεδα μη καλυπτόμενων αναγκών ιατρικής περίθαλψης ήταν σταθερά υψηλότερα από τα αντίστοιχα επίπεδα του συνόλου της ΕΕ.

Όπως φαίνεται στον πίνακα που ακολουθεί, το 2019, η Ελλάδα κατέγραψε το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο στην ΕΕ μετά την Εσθονία: το 8,1% του ελληνικού πληθυσμού ανέφερε μη καλυπτόμενες ανάγκες λόγω κόστους, απόστασης που πρέπει να διανυθεί ή χρόνου αναμονής, σε σύγκριση με 1,7% κατά μέσο όρο σε επίπεδο ΕΕ.

Οι μη καλυπτόμενες ανάγκες ιατρικής περίθαλψης έφτασαν στο υψηλότερο επίπεδό τους (13,1%) το 2016 και κατόπιν μειώνονταν σταθερά κατά περίπου 15% κάθε χρόνο. Ωστόσο, ακόμη και το 2019 η Ελλάδα εξακολουθούσε να παρουσιάζει μακράν τη μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των χωρών της ΕΕ όσον αφορά τις μη καλυπτόμενες ανάγκες μεταξύ των εισοδηματικών ομάδων.

Από έρευνα του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας (Eurofound), η οποία κάλυψε τους πρώτους 12 μήνες της πανδημίας COVID-19, διαπιστώθηκε ότι το 24% των Ελλήνων που απάντησαν ανέφεραν μη καλυπτόμενες ανάγκες ιατρικής περίθαλψης, έναντι 21% σε ολόκληρη την ΕΕ.

Αυτό οφείλεται πιθανόν σε παράγοντες όπως η αναβολή των μη βασικών υπηρεσιών από τους παρόχους και ο φόβος των ασθενών μήπως τούς μεταδοθεί ο κορωνοϊός.

Ένα άλλο πιθανό εμπόδιο στην πρόσβαση είναι τα μηνιαία όρια στον αριθμό των καλυπτόμενων από τον ΕΟΠΥΥ επισκέψεων ανά ιατρό, στον αριθμό παραπεμπτικών για διαγνωστικές και εργαστηριακές εξετάσεις και στις συνταγογραφήσεις (όριο δαπάνης), τα οποία εφαρμόζονται από το 2012.

Παρότι οι περιορισμοί αυτοί μείωσαν τα περιθώρια υπερθεραπείας και αντιμετώπισαν το πρόβλημα της προκλητής ζήτησης, ενδέχεται παράλληλα να είχαν ως αποτέλεσμα σε ορισμένες περιπτώσεις οι ασθενείς είτε να καθυστερούν την αναζήτηση περίθαλψης, είτε να στρέφονται σε εναλλακτικό πάροχο είτε να πληρώνουν για μια επίσκεψη απευθείας με άμεση πληρωμή.

iatronet