Αναφορά στο Μάρκο Βαμβακάρη

Μουσική είναι μια λέξη που προέρχεται από το Δωρικό ρήμα μάω-ω. Μω = επιθυμώ παρά πολύ να επικοινωνήσω με το χώρο και τους θεούς. Μύστης, μυστήριο έχουν την ίδια προέλευση.

Η Μουσική λοιπόν ήταν και είναι το μονοπάτι, που από την δημιουργία του ο άνθρωπος, χρησιμοποίησε για να επικοινωνήσει με τους θεούς του. Αυτά τα μονοπάτια της επικοινωνίας τα κουβαλάμε όλοι μέσα μας, λίγοι όμως μπορούμε να τα αγγίξουμε.

Λένε και είμαι σίγουρος γι’ αυτό, ότι ο Μάρκος κατόρθωσε όχι μόνο να τα αγγίξει, αλλά και να τα διαβεί, σταχυολογώντας κιόλας τις ανάγκες τους τις οποίες και μεταμόρφωσε σε τέχνη.

Τώρα… γιατί ο Βαμβακάρης;…

Ίσως γιατί τούτο να ήταν απλά το ραντεβού ενός ταλέντου και μόνο, με τον χρόνο.

Ίσως… η ασίγαστη ιστορία να πέρασε μισοζαλισμένη από την μεθυστική και την ραδιούργα πενιά του Βαμβακάρη…και να κοντοστάθηκε στην αυλή του.

Ίσως πάλι ο ίδιος να προκάλεσε αυτά που όλοι θεωρούσαν «ασήμαντα» μπροστά στη ζωή, να ξεχώρισε από νωρίς τα «πρέπει» από τα «θέλω του» κι έτσι σχεδίασε με την ανθρώπινή του λεβεντιά, πάνω στο μπουζούκι του την ομορφιά της μούσας…

Ίσως όμως οι συλλογισμοί του, μπορεί να ήταν ιασμός ευωδιασμένος εκείνων που χάθηκαν στην Ιωνία χώρα το 1922… και μέσα στον πόνο τους μάγευε την αντοχή.

Σημασία τελικά έχει μόνο ένα, ότι με λαλιά σαπφική και στολισμένος με φτερά Ίκαρου αρνήθηκε να επιστρέψει ξανά στη γη και ειδικά εκεί όπου τα αρπακτικά στοιβάζονταν πίσω από μια καλοντυμένη κοινωνία η οποία αφήνει απ έξω αυτά που γινόντουσαν γύρω της.

Ελληνοντυμένους δεν θαύμασε ο Βαμβακάρης και ούτε για μια στιγμή δεν έστρεψε το πρόσωπό του προς δαύτους με σεβασμό. Προτιμούσε αυτό που οι άλλοι ειρωνικά ονομάζουν «ανύπαρκτο» να το ευωδιάσει με το αμάραντο της λευτεριάς.

Από ότι βλέπουμε στα τραγούδια του, γνώριζε πολύ καλά το τι γινότανε γύρω του και άφοβα γεύονταν την ηδονή της ζωή του λιμανιού, της φάμπρικας… και όπου δει την λαγνεία του έρωτα… ενός έρωτα που αναφύονταν σαν περικοκλάδα στο έγχορδο όργανο του και ανηφόριζε από την «φόνισσα» του Παπαδιαμάντη ως τον «δωδεκάλογο του γύφτου» του Παλαμά και με λάτρη εκείνη την μοναδική έκφανση του όλου και υπέροχου καταβολικού μας κόσμου.

Υπερέχει σ΄ αυτό που κάνει. Σε χρόνους όπου η άβυσσος καταβροχθίζει την άβυσσο, η αγωνία προσθαλασσώνεται και όλα γοργά χάνονται, παραγγέλνει στους θεούς την ανόρθωση της τρίχρωμης μουσικής του βυζαντίου. Με ακατάβλητη ανδρεία, σαν αυτός να ήταν η νέα πατρίδα καθώς αντίκριζε τα στοιβαγμένα προβλήματα των ανθρώπων γύρω του και μένα ατέλειωτο ξέσπασμα γράφει και καταγράφει την δικιά του θρησκεία, εμμένοντας στην φυσιογνωμία του ανθρώπινου αλλά ικανού όμως να σώζει ιστοριο-ιδεολογικές παραδόσεις και να οικτίρει όπως άλλοτε ο Καβάφης την αδυσώπητη μοίρα του Γένους.

Ο Βαμβακάρης δεν ζητιάνεψε έρωτα αλλά τον αναζήτησε. Σαν παιδί αγνόησε τις κατακραυγές του περίγυρου και αφουγκράστηκε μόνο αυτό που εκείνη την δεδομένη στιγμή τα μέσα του τον πρόσταζαν.

Φίλοι μου, ο Βαμβακάρης, όπως και όλοι οι μεγάλοι άλλωστε δεν έχουν τόπο καταγωγής. Πατρίδα τους, είναι οι καρδιές των ανθρώπων. Ούτε όνομα τους ανήκει… Για ονόματά τους έχουν τις πράξεις των θεών μέσα από την σκέψη μας…

Άγγελος Κανιούρας, Φαρμακοποιός, Μέλος Φ.Ε.Ε.